Γράφει ο Κώστας Καλφόπουλος
Τον Αύγουστο, η Αθήνα, δυστοπική και δυσθυμική, ημερεύει και γίνεται πιο προσιτή. Ξεχνά, για λίγο, τη νευρικότητά και την επιθετικότητά της, κι αδειάζει από οτιδήποτε περιττό μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του επισκέπτη ή του Αθηναίου, που δεν ακολούθησε το κύμα της φυγής. Η Αθήνα ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν έγινε μητρόπολη, παρέμεινε, όπως το Μόναχο, ένα «μεγάλο χωριό»: συγκέντρωσε δύο φορές την ελληνική ύπαιθρο και καταβρόχθισε την «αττική γη», σαν τον βόα που καταπίνει ολόκληρο το θήραμά του. Χρόνια τώρα, η πόλη έχει πλέον κάτι από ζούγκλα και τσίρκο, ιθαγενείς και εποίκους-αποίκους, λαθρομετανάστες και Ελληνες «μες στην ίδια τους τη χώρα μετανάστες». Εχει θόρυβο, που σπάει τα νεύρα, άσφαλτο που λιώνει, τσιμέντο και γυαλί που πυρώνει και ανεβάζει στα ύψη τις θερμοκρασίες και πεζοδρόμια-παγίδες για τους πεζούς.
Τον Αύγουστο όμως στην Αθήνα ημερεύει κανείς μόνος. Καθώς έχουν εγκαταλείψει την πόλη συγγενείς και φίλοι, γίνεται κανείς ένας ξένος ανάμεσα στους ξένους κι ακολουθεί διαδρομές που ξεφεύγουν από το GPS της καθημερινότητας. Μπορεί να ανακαλύψει την πόλη σαν ένας τουρίστας που μιλάει άπταιστα ελληνικά και το σπίτι σαν πρόσκαιρο ξενοδοχείο, να επισκεφθεί τα ξενόγλωσσα τμήματα των βιβλιοπωλείων, να κάτσει, έστω μια φορά, στην πλατεία Κολωνακίου (με προτίμηση τη χαλκέντερη «Λυκόβρυση») και να αισθανθεί λίγο σαν ήρωας των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή, να πάει με τα πόδια σε κάποια αθηναϊκή συνοικία, για να δει μια παλιά ταινία στα θερινά, να τακτοποιήσει τη βιβλιοθήκη του ή να ξαναδιαβάσει τίτλους ξεχασμένους, να ψωνίσει ή να φάει σ’ ένα ταβερνάκι σαν εργένης ή σαν φοιτητής και, βέβαια, να μην ξεχάσει τη μητρική ή συζυγική εντολή - να ποτίσει!
Η Αθήνα τον Αύγουστο, ακόμα και σήμερα είναι, ίσως, πιο κοντά στο Αλγέρι του Καμύ παρά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πληγωμένη βαριά από την ανομία του «αγριεμένου πλήθους», περιμένει από τον Αθηναίο που έμεινε πίσω, ένα βλέμμα, μια κουβέντα κι ένα χάδι, για να αισθανθεί πάλι σαν την ξεχασμένη ντίβα. Της αξίζει!
(kathimerini)
Τον Αύγουστο, η Αθήνα, δυστοπική και δυσθυμική, ημερεύει και γίνεται πιο προσιτή. Ξεχνά, για λίγο, τη νευρικότητά και την επιθετικότητά της, κι αδειάζει από οτιδήποτε περιττό μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του επισκέπτη ή του Αθηναίου, που δεν ακολούθησε το κύμα της φυγής. Η Αθήνα ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν έγινε μητρόπολη, παρέμεινε, όπως το Μόναχο, ένα «μεγάλο χωριό»: συγκέντρωσε δύο φορές την ελληνική ύπαιθρο και καταβρόχθισε την «αττική γη», σαν τον βόα που καταπίνει ολόκληρο το θήραμά του. Χρόνια τώρα, η πόλη έχει πλέον κάτι από ζούγκλα και τσίρκο, ιθαγενείς και εποίκους-αποίκους, λαθρομετανάστες και Ελληνες «μες στην ίδια τους τη χώρα μετανάστες». Εχει θόρυβο, που σπάει τα νεύρα, άσφαλτο που λιώνει, τσιμέντο και γυαλί που πυρώνει και ανεβάζει στα ύψη τις θερμοκρασίες και πεζοδρόμια-παγίδες για τους πεζούς.
Τον Αύγουστο όμως στην Αθήνα ημερεύει κανείς μόνος. Καθώς έχουν εγκαταλείψει την πόλη συγγενείς και φίλοι, γίνεται κανείς ένας ξένος ανάμεσα στους ξένους κι ακολουθεί διαδρομές που ξεφεύγουν από το GPS της καθημερινότητας. Μπορεί να ανακαλύψει την πόλη σαν ένας τουρίστας που μιλάει άπταιστα ελληνικά και το σπίτι σαν πρόσκαιρο ξενοδοχείο, να επισκεφθεί τα ξενόγλωσσα τμήματα των βιβλιοπωλείων, να κάτσει, έστω μια φορά, στην πλατεία Κολωνακίου (με προτίμηση τη χαλκέντερη «Λυκόβρυση») και να αισθανθεί λίγο σαν ήρωας των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή, να πάει με τα πόδια σε κάποια αθηναϊκή συνοικία, για να δει μια παλιά ταινία στα θερινά, να τακτοποιήσει τη βιβλιοθήκη του ή να ξαναδιαβάσει τίτλους ξεχασμένους, να ψωνίσει ή να φάει σ’ ένα ταβερνάκι σαν εργένης ή σαν φοιτητής και, βέβαια, να μην ξεχάσει τη μητρική ή συζυγική εντολή - να ποτίσει!
Η Αθήνα τον Αύγουστο, ακόμα και σήμερα είναι, ίσως, πιο κοντά στο Αλγέρι του Καμύ παρά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πληγωμένη βαριά από την ανομία του «αγριεμένου πλήθους», περιμένει από τον Αθηναίο που έμεινε πίσω, ένα βλέμμα, μια κουβέντα κι ένα χάδι, για να αισθανθεί πάλι σαν την ξεχασμένη ντίβα. Της αξίζει!
(kathimerini)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου