Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος
Ένας φίλος μου έλεγε κάποτε ότι από το ποιος Τζέιμς Μποντ σου αρέσει μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι σόι άντρας είσαι. Αν είχες και αγαπημένη ταινία Μποντ, του ήταν ακόμα πιο βολικό. Μην πάει ο νους σας σε συμπεράσματα εύκολα, του στυλ αν σ' αρέσει ο Σον Κόνερι είσαι σκληρός και αν σ αρέσει ο Ρότζερ Μουρ μπήχτης – μιλάω για πιο σύνθετα συμπεράσματα.
Μπορούσε με σχετική επιτυχία να ερμηνεύσει πόσο ασχολείσαι με τα σπορ, την πολιτική, αν κερατώνεις εύκολα, αν σ αρέσουν οι ξανθιές, που σκορπάς τα λεφτά σου, πόσα ταξίδια θα γούσταρες να κάνεις το χρόνο κτλ. Μη με ρωτάτε το πως το έκανε: ο Μποντ έχει τους φανατικούς του κι αυτοί έχουν αναπτύξει διάφορους κώδικες επικοινωνίας αλλά και ανάγνωσης της πραγματικότητας.
Για παράδειγμα οι πιο πολλοί από τους φανατικούς του Μποντ ενθουσιάστηκαν με τον Ντάνιελ Κρεγκ στην πρώτη του εμφάνιση ως πράκτορας 007 στο Καζινο Ρουαγιάλ. Εγώ, που μολονότι έχω δει όλα τα Μποντ στους φανατικούς του δεν ανήκω, είχα δει σε εκείνη την ταινία μια περίεργη gay αισθητική, λίγο εκτός των όσων στα Μποντ είχαμε συνηθίσει: μπορεί να κάνω και λάθος. Επίσης ο Ντάνιελ Κρεγκ μου θύμιζε περισσότερο κακό σοβιετικό πράκτορα ή άγγλο ιδιοκτήτη μπαρ σε εργατική γειτονιά του Λονδίνου, παρά τον υπερκατάσκοπο που τρελαίνει τις γκόμενες και έχει άδεια να σκοτώνει: για την ακρίβεια ο Κρεγκ δε μου έμοιαζε τύπος που χρειάζονταν άδεια για να κάνει το οτιδήποτε.
Ωστόσο η δεύτερη ταινία του, αυτή με το παράξενο έως και ποιητικό όνομα «Quantum off Solace», μου άρεσε πιο πολύ, όχι μόνο γιατί είχε πολλές από τις συνηθισμένες προβληματικές των ταινιών της σειράς, (πραξικοπηματίες, μυστικές οργανώσεις, περιβαλλοντολογικά θρίλερ κτλ), αλλά και γιατί είχε μια λεπτή ειρωνεία που θα ζήλευε και ο μπαμπάς Ιαν Φλέμινγκ.
Ο Κρέγκ, ίσως ο πιο μάτσο Μποντ της ιστορίας, είναι ένας συναισθηματικά πληγωμένος οργισμένος κολλημένος αρσενικός που κινείται με βασικό κίνητρο την εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του: όλο αυτό, αν δεν ήταν σωστά δουλεμένο θα γίνονταν γκροτέσκο, σχεδόν κωμικό – όμως αυτό δεν συνέβη. Η τελευταία σκηνή με τον Μποντ να πετάει το κολιέ της αγάπης του στο χιόνι, συγκαταλέγεται στις all time classic: ο αρσενικός στα καλύτερα του. Δεν ξέρω αν ο Κρεγκ είναι ο καλύτερος Μποντ, όμως, είναι ο πρώτος του οποίου την ψυχοσύνθεση καταλαβαίνεις – για την ακρίβεια νοιώθεις ότι έχει ψυχοσύνθεση.
Ο Μποντ του Κόνερι και του Μουρ είχε πλάκα, αλλά δεν είχε βάθος κι αυτό ήταν το δικό μου πρόβλημα με τη σειρά. Στα βιβλία του Φλέμινγκ πολλά εξηγούνταν, όμως ο Μποντ ως κινηματογραφικός ήρωας ξεπέρασε τον λογοτεχνικό ήρωα σε βαρύτητα κι αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ δεν κατάφερα να πάρω τα βιβλία του Φλέμινγκ στα σοβαρά – έχω διαβάσει ένα με το ζόρι πριν από είκοσι και βάλε χρόνια.
Ομολογώ ότι στον Μποντ έβρισκα πάντα πράγματα που με διασκέδαζαν: οι σκηνές που τη γλύτωνε ήταν εξίσου καλές με κάποιες δολοφονικές ατάκες και τα κορίτσια του μαρτυρούσαν πάντα το κυρίαρχο αντρικό γούστο της εποχής – βλέπεις να περνάνε από μπροστά σου εξώφυλλα του play boy αλλά και εστεμμένες σε καλλιστεία και μοντέλα και αγγελάκια και διαβολάκια και αθώες και διεστραμμένες. Αν καταστρέφονταν ο κόσμος και έμεναν μόνο οι ταινίες του Μποντ, ο ιστορικός του μέλλοντος θα είχε μια καλή εικόνα της δυτικής pop κουλτούρας.
Ο Μποντ μεταβάλλονταν παραμένοντας παιδί του mainstream. Υπήρξε ψυχροπολεμικός και αντικομουνιστής, αλλά και οικολογικά ευαίσθητος, συνεργάτης των αμερικάνων της CIA, αλλά και κόντρα σε δαύτους. Ανακάλυψε μυστικές οργανώσεις, αλλά τα έβαλε και με αυταρχικούς δικτάτορες και πλούσιους εκδότες που ελέγχουν τα ΜΜΕ. Πήγε στο φεγγάρι, όταν υπήρχε παγκόσμια υστερία με τις διαστημικές αποστολές και αρνήθηκε το εύκολο σεξ της μιας νύχτας όταν οι Δυτικοί τρόμαξαν κάποτε με την εξάπλωση του Aids. Ο Μποντ είναι ένα είδος χαϊλάντερ του καιρού μας που περιφέρεται εδώ και πενήντα χρόνια στον κόσμο αλλάζοντας φάτσες, αλλά διατηρώντας απλή και αναλλοίωτη μια κλισέ συμπεριφορά αρσενικού που περνάει τον καιρό του και σαν πιτσιρικάς και σαν επιβήτορας.
Γκατζετάκιας αλλά και πότης, θύμα της γυναικείας πλεκτάνης αλλά και τεράστιος μπήχτης, λίγο επιπόλαιος αλλά και ατρόμητος, στιγμές στιγμές κορόιδο όπως κάθε ανώριμος σαραντάρης, αλλά στο τέλος νικητής και με μια γκόμενα αγκαλιά: όλοι οι άνδρες δε διαφωνούσαν με μια τέτοια εξέλιξη. Όμως από την άλλη ο τύπος ήταν ο πιο χάρτινος από τους χάρτινους ήρωες μας: μέχρι την έναρξη των ταινιών με τον Ντάνιελ Κρεγκ δεν είχαμε σχεδόν τίποτα που να εξηγεί τα γιατί της προσωπικότητα του, πέρα από τον υπερτονισμό του στρατιωτικού του καθήκοντος.
Ομολογώ ότι αυτή η διάσταση με άφηνε παγερά αδιάφορο: γελούσα πάντα με τον Μποντ και τις περιπέτειες του γιατί μου θύμιζαν στρατιωτικές ιστορίες από αυτές που λέμε οι άνδρες μεταξύ μας και στις οποίες η σάλτσα είναι συνήθως περισσότερη από την πραγματικότητα. Αυτή η έλλειψη μιας αληθινά στερεής δομής του όποιου χαρακτήρα, τον έκανε μετά το 1990 πολύ αμερικάνο ήρωα: ειδικά οι περιπέτειες του εξαιρετικού Πιρς Μπρόσμαν δεν έχουν σχεδόν τίποτα το βρετανικό – παρακολουθούμε ένα «Τζειμς Μποντ Blockbuster», ηρωϊκό και άφθαρτο, αλλά όμοιο σε ότι αφορά την κενότητα του χαρακτήρα με δεκάδες αμερικάνους ήρωες. Ευτυχώς η επιλογή του Κρέγκ έφερε το πράγμα λίγο πίσω στα 60’ς και του πρόσθεσε κάποιες εκπλήξεις που έχουν να κάνουν όχι τόσο με τη δράση του, όσο με την ψυχή του: οι παραγωγοί κατάλαβαν ότι δεν χρειαζόμασταν ένα ακόμα σούπερ ήρωα, αν στο μεταξύ χάναμε τον Μποντ πριν καλά καλά τον γνωρίσουμε.
Μέχρι τώρα οι ταινίες του Μποντ ήταν μια αφορμή για να δούμε ωραίες γκόμενες, απερίγραπτα κακούς κακούς, κάποιες σκηνές δράσης βουτηγμένες στην υπερβολή, ωραία αμάξια και καταπληκτικά γκάτζετ. Ελπίζω ότι το Skyfall θα καταγραφεί ως η πρώτη ταινία του Μποντ που θα είναι επιτέλους ανώτερη από τον ήρωα της.
(sport)
Ένας φίλος μου έλεγε κάποτε ότι από το ποιος Τζέιμς Μποντ σου αρέσει μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι σόι άντρας είσαι. Αν είχες και αγαπημένη ταινία Μποντ, του ήταν ακόμα πιο βολικό. Μην πάει ο νους σας σε συμπεράσματα εύκολα, του στυλ αν σ' αρέσει ο Σον Κόνερι είσαι σκληρός και αν σ αρέσει ο Ρότζερ Μουρ μπήχτης – μιλάω για πιο σύνθετα συμπεράσματα.
Μπορούσε με σχετική επιτυχία να ερμηνεύσει πόσο ασχολείσαι με τα σπορ, την πολιτική, αν κερατώνεις εύκολα, αν σ αρέσουν οι ξανθιές, που σκορπάς τα λεφτά σου, πόσα ταξίδια θα γούσταρες να κάνεις το χρόνο κτλ. Μη με ρωτάτε το πως το έκανε: ο Μποντ έχει τους φανατικούς του κι αυτοί έχουν αναπτύξει διάφορους κώδικες επικοινωνίας αλλά και ανάγνωσης της πραγματικότητας.
Για παράδειγμα οι πιο πολλοί από τους φανατικούς του Μποντ ενθουσιάστηκαν με τον Ντάνιελ Κρεγκ στην πρώτη του εμφάνιση ως πράκτορας 007 στο Καζινο Ρουαγιάλ. Εγώ, που μολονότι έχω δει όλα τα Μποντ στους φανατικούς του δεν ανήκω, είχα δει σε εκείνη την ταινία μια περίεργη gay αισθητική, λίγο εκτός των όσων στα Μποντ είχαμε συνηθίσει: μπορεί να κάνω και λάθος. Επίσης ο Ντάνιελ Κρεγκ μου θύμιζε περισσότερο κακό σοβιετικό πράκτορα ή άγγλο ιδιοκτήτη μπαρ σε εργατική γειτονιά του Λονδίνου, παρά τον υπερκατάσκοπο που τρελαίνει τις γκόμενες και έχει άδεια να σκοτώνει: για την ακρίβεια ο Κρεγκ δε μου έμοιαζε τύπος που χρειάζονταν άδεια για να κάνει το οτιδήποτε.
Ωστόσο η δεύτερη ταινία του, αυτή με το παράξενο έως και ποιητικό όνομα «Quantum off Solace», μου άρεσε πιο πολύ, όχι μόνο γιατί είχε πολλές από τις συνηθισμένες προβληματικές των ταινιών της σειράς, (πραξικοπηματίες, μυστικές οργανώσεις, περιβαλλοντολογικά θρίλερ κτλ), αλλά και γιατί είχε μια λεπτή ειρωνεία που θα ζήλευε και ο μπαμπάς Ιαν Φλέμινγκ.
Ο Κρέγκ, ίσως ο πιο μάτσο Μποντ της ιστορίας, είναι ένας συναισθηματικά πληγωμένος οργισμένος κολλημένος αρσενικός που κινείται με βασικό κίνητρο την εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του: όλο αυτό, αν δεν ήταν σωστά δουλεμένο θα γίνονταν γκροτέσκο, σχεδόν κωμικό – όμως αυτό δεν συνέβη. Η τελευταία σκηνή με τον Μποντ να πετάει το κολιέ της αγάπης του στο χιόνι, συγκαταλέγεται στις all time classic: ο αρσενικός στα καλύτερα του. Δεν ξέρω αν ο Κρεγκ είναι ο καλύτερος Μποντ, όμως, είναι ο πρώτος του οποίου την ψυχοσύνθεση καταλαβαίνεις – για την ακρίβεια νοιώθεις ότι έχει ψυχοσύνθεση.
Ο Μποντ του Κόνερι και του Μουρ είχε πλάκα, αλλά δεν είχε βάθος κι αυτό ήταν το δικό μου πρόβλημα με τη σειρά. Στα βιβλία του Φλέμινγκ πολλά εξηγούνταν, όμως ο Μποντ ως κινηματογραφικός ήρωας ξεπέρασε τον λογοτεχνικό ήρωα σε βαρύτητα κι αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ δεν κατάφερα να πάρω τα βιβλία του Φλέμινγκ στα σοβαρά – έχω διαβάσει ένα με το ζόρι πριν από είκοσι και βάλε χρόνια.
Ομολογώ ότι στον Μποντ έβρισκα πάντα πράγματα που με διασκέδαζαν: οι σκηνές που τη γλύτωνε ήταν εξίσου καλές με κάποιες δολοφονικές ατάκες και τα κορίτσια του μαρτυρούσαν πάντα το κυρίαρχο αντρικό γούστο της εποχής – βλέπεις να περνάνε από μπροστά σου εξώφυλλα του play boy αλλά και εστεμμένες σε καλλιστεία και μοντέλα και αγγελάκια και διαβολάκια και αθώες και διεστραμμένες. Αν καταστρέφονταν ο κόσμος και έμεναν μόνο οι ταινίες του Μποντ, ο ιστορικός του μέλλοντος θα είχε μια καλή εικόνα της δυτικής pop κουλτούρας.
Ο Μποντ μεταβάλλονταν παραμένοντας παιδί του mainstream. Υπήρξε ψυχροπολεμικός και αντικομουνιστής, αλλά και οικολογικά ευαίσθητος, συνεργάτης των αμερικάνων της CIA, αλλά και κόντρα σε δαύτους. Ανακάλυψε μυστικές οργανώσεις, αλλά τα έβαλε και με αυταρχικούς δικτάτορες και πλούσιους εκδότες που ελέγχουν τα ΜΜΕ. Πήγε στο φεγγάρι, όταν υπήρχε παγκόσμια υστερία με τις διαστημικές αποστολές και αρνήθηκε το εύκολο σεξ της μιας νύχτας όταν οι Δυτικοί τρόμαξαν κάποτε με την εξάπλωση του Aids. Ο Μποντ είναι ένα είδος χαϊλάντερ του καιρού μας που περιφέρεται εδώ και πενήντα χρόνια στον κόσμο αλλάζοντας φάτσες, αλλά διατηρώντας απλή και αναλλοίωτη μια κλισέ συμπεριφορά αρσενικού που περνάει τον καιρό του και σαν πιτσιρικάς και σαν επιβήτορας.
Γκατζετάκιας αλλά και πότης, θύμα της γυναικείας πλεκτάνης αλλά και τεράστιος μπήχτης, λίγο επιπόλαιος αλλά και ατρόμητος, στιγμές στιγμές κορόιδο όπως κάθε ανώριμος σαραντάρης, αλλά στο τέλος νικητής και με μια γκόμενα αγκαλιά: όλοι οι άνδρες δε διαφωνούσαν με μια τέτοια εξέλιξη. Όμως από την άλλη ο τύπος ήταν ο πιο χάρτινος από τους χάρτινους ήρωες μας: μέχρι την έναρξη των ταινιών με τον Ντάνιελ Κρεγκ δεν είχαμε σχεδόν τίποτα που να εξηγεί τα γιατί της προσωπικότητα του, πέρα από τον υπερτονισμό του στρατιωτικού του καθήκοντος.
Ομολογώ ότι αυτή η διάσταση με άφηνε παγερά αδιάφορο: γελούσα πάντα με τον Μποντ και τις περιπέτειες του γιατί μου θύμιζαν στρατιωτικές ιστορίες από αυτές που λέμε οι άνδρες μεταξύ μας και στις οποίες η σάλτσα είναι συνήθως περισσότερη από την πραγματικότητα. Αυτή η έλλειψη μιας αληθινά στερεής δομής του όποιου χαρακτήρα, τον έκανε μετά το 1990 πολύ αμερικάνο ήρωα: ειδικά οι περιπέτειες του εξαιρετικού Πιρς Μπρόσμαν δεν έχουν σχεδόν τίποτα το βρετανικό – παρακολουθούμε ένα «Τζειμς Μποντ Blockbuster», ηρωϊκό και άφθαρτο, αλλά όμοιο σε ότι αφορά την κενότητα του χαρακτήρα με δεκάδες αμερικάνους ήρωες. Ευτυχώς η επιλογή του Κρέγκ έφερε το πράγμα λίγο πίσω στα 60’ς και του πρόσθεσε κάποιες εκπλήξεις που έχουν να κάνουν όχι τόσο με τη δράση του, όσο με την ψυχή του: οι παραγωγοί κατάλαβαν ότι δεν χρειαζόμασταν ένα ακόμα σούπερ ήρωα, αν στο μεταξύ χάναμε τον Μποντ πριν καλά καλά τον γνωρίσουμε.
Μέχρι τώρα οι ταινίες του Μποντ ήταν μια αφορμή για να δούμε ωραίες γκόμενες, απερίγραπτα κακούς κακούς, κάποιες σκηνές δράσης βουτηγμένες στην υπερβολή, ωραία αμάξια και καταπληκτικά γκάτζετ. Ελπίζω ότι το Skyfall θα καταγραφεί ως η πρώτη ταινία του Μποντ που θα είναι επιτέλους ανώτερη από τον ήρωα της.
(sport)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου