Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Ο πανικός πριν το ταξίδι, ο Αλβανός και ο Άρης

Εχω ταξιδέψει αρκετά. Κυρίως λόγω δουλειάς. Και, παρόλο που η ιδέα ενός ταξιδιού με ενθουσιάζει πάντα, λίγες ώρες πριν το «φεύγα» με κυριεύει πάντα ο ίδιος πανικός. Κόντρα στις προσταγές της ταξιδιάρας ψυχής και του ζωδίου μου. Ισως φταίει ο ωροσκόπος μου. Ισως να φταίει ότι είμαι παιδί της πόλης. Της όποιας πόλης. Ισως πάλι να είμαι ζώο της ρουτίνας, όπως τα σκυλιά. Ισως και γι’ αυτό από μικρό παιδί να αγαπώ τα σκυλιά, αν και ποτέ δεν είχα ένα συντροφιά, στο διαμέρισμα όπου μεγάλωσα, μα ούτε και σε αυτό που σήμερα ζω. Ποτέ δεν είχα την τύχη να ζήσω σε ένα σπίτι με κήπο. Και στην οικογένεια δεν είχαμε κάποιον από το χωριό. Οπότε, οι καλοκαιρινές διακοπές είχαν και αυτές το αποστειρωμένο άρωμα που ποτίζει τα σεντόνια του ξενοδοχείου.


Πρόσφατα, πολύ πρόσφατα απέκτησα και σπίτι με κήπο και χωριό. Και επιτέλους έκανα το παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα. Μάζεψα ένα σκυλί από τον δρόμο. Και μετά άλλο ένα. Κυνηγιάρικο, που μάλλον κάποιος έχασε μέσα στα βαλτοτόπια. Μου πήρε μέρες πολλές για να το πλησιάσω. Να το κάνω να με εμπιστευτεί και να φάει.

Με τα σκυλιά έχω υπομονή. Τόση όση δεν έχω με τους ανθρώπους.

Τα δυο τους ζευγάρωσαν και τα κουτάβια έγιναν το καλοκαιρινό αγαπημένο παιχνίδι εχόντων και κατεχόντων, ημών, φίλων και γειτόνων. Κρατήσαμε τρία από αυτά. Οταν ο ενθουσιασμός καταλάγιασε, σχεδόν όλοι μας θελήσαμε να ξεχάσουμε την ύπαρξή τους. Μέχρι το άλλο καλοκαίρι ο καιρός είναι πολύς και οι εποχές δύσκολες. Καλύτερα –που λέει ο λόγος- να μεγαλώνεις παιδί παρά σκυλί.

Τους δώσαμε και ονόματα. Ο Αρης, η Αλμα, ο Οδυσσέας. Τα τρία κουτάβια είναι ο λόγος που το τρίωρο ταξίδι του πήγαινε -και το άλλο τόσο του έλα- έγινε κάποια φορά αυθημερόν, από δρόμο που θυμίζει πίστα σε βιντεοπαιχνίδι. Ξέχασα να γράψω ότι είμαι, επίσης, ζώο που λατρεύει μαζοχιστικά τις ευθύνες. Μερικές φορές και τις ευθύνες των άλλων.

Πίσω στα δικά μας και στα τρία τα κουτάβια... Ενα πρωί Σάββατου, από εκείνα τα λιγοστά που είμαι μισοξύπνιος, γιατί είναι η σειρά μου να κείτομαι στο γραφείο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο άνθρωπος που προσέχει εμάς, την περιουσία μας και εσχάτως τα κουτάβια, μου είπε με έναν λυγμό στη φωνή ότι είχε έβρει το ένα τους δηλητηριασμένο. Ηταν ο Αρης... Πάγωσα, συγχύστηκα, έβρισα, έκλαψα. Και μέσα σε δυο ημέρες άρχισα να ανακαλύπτω το χωριό που ποτέ δεν είχα, μα πρόσφατα απέκτησα. Αυτό που τόσο καιρό έβλεπα και του έκλεινα συνωμοτικά το μάτι, ξέροντας ότι η ανομία που διακατέχει τη ζωή εκεί μοιάζει με πταίσμα μπροστά στα όσα συμβαίνουν εδώ, στη μεγάλη πόλη.

Η αυθαίρετη δόμηση, η ταβέρνα που ακόμα και στην εποχή του ΔΝΤ αρνείται πεισματικά να κόψει αποδείξεις, μα μας τρατάρει ψάρι παραγαδίσιο, η βάναυση εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών, η ανεξέλεγκτη μόλυνση του περιβάλλοντος, η παραβίαση κάθε κανόνα οδικής κυκλοφορίας, η παράνομη οπλοφορία, το χαμένο μέσα στα χωράφια μπαράκι με τα πρόθυμα κορίτσια, οι φυτείες με τα ειδικά μέτρα περιφρούρησης. Πραγματικά όλα τους μοιάζουν με μικρά, γουστόζικα, παιδικά παραπτώματα στα μάτια του πονηρεμένου πρωτευουσιάνου. Που έμαθε να επιβιώνει, περιτριγυρισμένος από σκληρούς της μέρας και της νύχτας. Αδίστακτους «συναδέλφους», «φίλους» ή «συγγενείς» που είναι έτοιμοι να αλληλοσπαραχτούν.

Οχι, οι άνθρωποι του χωριού δεν είναι έτσι. Για να το γράψω όμως πιο κατανοητά, οι Ελληνες του «χωριού μου» δεν είναι έτσι. Γιατί οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μετανάστες, τα σκυλιά και τα υπόλοιπα ζωντανά είναι αλλιώς. Ζουν σε μια άλλη πολιτεία της Αγριας Δύσης. Οπου σκύβουν το κεφάλι.
Ξέρω, πολλοί από εσάς θα γελάτε πια μαζί μου. Ξέρω, σκέφτεστε πως είμαι πληγωμένος και στάζω αίμα και φαρμάκι. Ξέρω, επίσης, πως δεν ανακάλυψα πρώτος την Αμερική. Ενα μέρος της ελληνικής επαρχίας μόλις άρχισα να γνωρίζω, μέσα από τη δική μου, μικροαστική ματιά. Δεν είναι δα και μεγάλο κατόρθωμα θα σχολιάσετε πιο κάτω. Μα ίσως ούτε και άξιο λόγου. Πόσο μάλλον 629 -μέχρι ‘δω- κακοβαλμένων λέξεων.

Υ.γ. Ο Αρης έφυγε από φόλα. Το είπε και η γιατρός. Δεν πέρασαν δυο μέρες και ο δράστης αποκαλύφτηκε. «Πείτε στον Αλβανό να μαζέψει τα σκυλιά, γιατί θα τα ξεκάνω όλα τους», ήταν ο ωμός εκβιασμός ενός τσοπάνο-νταβατζή της περιοχής, μέσω τρίτων. Τα σκυλιά χρεώθηκαν στον άνθρωπο που μας (και τα) φροντίζει και γι΄ αυτό μπορούσαν να θανατωθούν! Η δικαιολογία βρέθηκε στο γενικό ότι ενοχλούσαν το κοπάδι. Οπως και μένα με ενοχλεί η βρόμικη, ελεεινή, και τρισάθλια παρουσία του... Το σαραβαλάκι του που ρυπαίνει... Ο τρόπος που οδηγεί... Το κακής ποιότητας κρέας που πουλάει στον χασάπη του χωριού και καταλήγει στο πιάτο μου... Η αμφιβόλου υγειονομικού ελέγχου κτηνοτροφική του μονάδα. Μόνο που εγώ δεν είμαι από χωριό. Δεν μουγκρίζω, αλλά προσπαθώ να επικοινωνώ, με τους ανθρώπους και τα ζώα. Και δεν ξέρω να φτιάχνω φόλες.

Μα. Πα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου