Ένα πράγμα πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στους Γερμανούς: λατρεύουν το αρχαίο δράμα. Δεν υπάρχει σκηνή, δεν υπάρχει σκηνοθέτης που να σέβεται τον εαυτό του και να μην καταπιαστεί μια φορά τουλάχιστον με μια αρχαία τραγωδία. Με την πεποίθηση ότι αγγίζει κάτι πρωτογενές και υπ’ αυτή την έννοια ιερό, κάτι που τον ξεπερνάει και που γι’ αυτό ακριβώς αξίζει να αναμετρηθεί μαζί του. Και με ποικίλα αποτελέσματα: πληκτικές και ανούσιες παραστάσεις, στιγμιαία ενδιαφέρουσες αλλά που ξεχνιούνται γρήγορα, άλλες αναπάντεχες που δεν λησμονούνται εύκολα. Τι είπαμε; Δεν υπάρχει σκηνοθέτης που να μην αναμετρηθεί με μια τουλάχιστον αρχαία τραγωδία. Υπάρχουν και πιο παλικαράδες. Ο Sebastian Nübling για παράδειγμα αναμετριέται αυτό τον καιρό με τέσσερις ταυτόχρονα στο Κρατικό Θέατρο της Ζυρίχης. Η παράσταση διαρκεί πάνω από τρεισήμισι ώρες και υπό τον τίτλο Ο Οιδίπους και τα παιδιά του διηγείται όλη τη δραματική ιστορία της οικογένειας των Λαβδακιδών. Με άλλα λόγια ανεβάζει ταυτόχρονα τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τις Φοίνισσες του Ευριπίδη.
Σαν επιθεώρηση στην αρχαία Αθήνα
Παραδόξως οι Γερμανοί σκηνοθέτες δεν αισθάνονται την ίδια ροπή προς την κωμωδία, κι ας είχε χαρακτηρίσει ήδη ο Goethe στην εποχή του τον Αριστοφάνη ως τον ανάγωγο ευνοούμενο των Χαρίτων. Όχι πως του αμφισβητείται η εύνοια των Χαρίτων, αλλά αυτό το ανάγωγο στοιχείο κάμπτει τη βούληση των σκηνοθετών. Ο Αριστοφάνης ανάγωγος με την έννοια της πολιτικής χλεύης αλλά και στενότερα της βωμολοχίας. Άντε τώρα να αντιληφθεί ένα γερμανικό κοινό στις αρχές της τρίτης χιλιετίας μια αριστοφανική κωμωδία δεμένη άρρηκτα με τα πολιτικά και κομματικά καθέκαστα της Αθήνας δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν. Πρόβλημα δεν έχει μόνο το γερμανικό κοινό, και το νεοελληνικό ακόμα. Ας το φανταστούμε ανάποδα. Μια νεοελληνική επιθεώρηση μεταφρασμένη στα αρχαία ελληνικά να ανεβαίνει στην Αθήνα το 425 π.Χ., έτσι το λέμε αυτό επειδή τότε είχαν ανέβει οι Αχαρνής. Τι θα καταλάβαινε δηλαδή το αρχαίο ελληνικό κοινό; Τίποτα. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν άμουσο. Απλά ζούσε το 425 π. Χ. και όχι ας πούμε το 1962 μ.Χ.
Αισθητική προσβολή
Και είναι βέβαια και η ακατάσχετη βωμολοχία. Όχι ότι εμείς δεν βωμολοχούμε. Αλλά βωμολοχούμε ιδιωτικά. Η δημόσια βωμολοχία προσκρούει σε μια κοινή αισθητική, διαμορφωμένη μέσα από πολλούς αιώνες. Ναι μεν και στο νεώτερο θέατρο υπάρχει μεταξύ άλλων η τάση μιας περιορισμένης βωμολοχίας υπό την έννοια ότι «τα λέμε όλα έξω από τα δόντια», αλλά παραμένει περιορισμένη. Η αριστοφανική βωμολοχία είναι απεριόριστη, γενικευμένη, ακατάσχετη, μια προσβολή όχι για τη σημερινή ηθική, όπως ορισμένοι παρανοούν, αλλά για τη σημερινή αισθητική. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί σκηνοθέτες ορρωδούν. Ενώ τα υλικά της τραγωδίας δεν άλλαξαν πολύ τα τελευταία δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ούτε τα θέματά της ούτε οι βασικοί τρόποι έκφρασής και διατύπωσής τους. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί σκηνοθέτες δεν ορρωδούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου