Βαρύτατες αιχμές για τον Ευάγγελο Βενιζέλο αλλά και τον Γιώργο
Παπακωνσταντίνου όσον αφορά τους χειρισμούς τους στην υπόθεση της λίστας
Λαγκάρντ αφήνει ο πρώην
επικεφαλής του ΣΔΟΕ, Γιάννης Διώτης, στο υπόμνημα που κατέθεσε στους
οικονομικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη.
Μάλιστα, προχωρά και ένα ακόμη βήμα παραπέρα και επισημαίνει ότι μέχρι εκείνος να δώσει εντολή να ελεγχθούν όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί Ελλήνων, οι οποίοι έχουν μεταφέρει κεφάλαια μεγαλύτερα των 100.00 ευρώ (για το διάστημα από 1.1.2000 έως 15.6. 2012) στο εξωτερικό, οι «διευθύνσεις του υπουργείου έδιναν στο ΣΔΟΕ στοιχεία για επιλεκτικούς ελέγχους φυσικών προσώπων».
Ειδικότερα, ο κ. Διώτης, στο υπόμνημα, που κατέθεσε στους οικονομικούς εισαγγελείς, οι οποίοι τον κάλεσαν να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος παράβασης καθήκοντος και υπεξαγωγής εγγράφου (σε συνδυασμό μάλιστα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου), στρέφεται ευθέως κατά του κ. Βενιζέλου υποστηρίζοντας ότι φάσκει και αντιφάσκει όταν διατείνεται πως συμφωνεί με την νομική του προσέγγιση ότι η λίστα Λαγκαρντ δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί διότι αποτελούσε προϊόν υποκλοπής, ενώ στην κατάθεσή του στους κ.κ Πεπόνη και Μουζακίτη αναφέρει: «Αν το υλικό αυτό είχε περιέλθει πρώτα σε εμένα ως υπουργό, θα το παρέδιδα στον επικεφαλής του ΣΔΟΕ προς αξιολόγηση και αξιοποίηση».
Ακόμη ο κ. Διώτης, στο υπόμνημά του στρέφεται και κατά του κ Παπακωνσταντίνου αναφέροντας ότι του παρέδωσε το USB χωρίς κανένα διαβιβαστικό έγγραφο, δηλαδή ατύπως. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά : «Περί τα μέσα Ιουνίου 2011 ο αποχωρών τότε υπουργός Οικονομικών κ. Γεώργιος Παπακωνσταντίνου μου απέστειλε ένα USB. To εν λόγω USB μου παραδόθηκε ατύπως, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε διαβιβαστικό ή συνοδευτικό έγγραφο του γραφείου του υπουργού, χωρίς συνημμένη αλληλογραφία οποιασδήποτε άλλης (γενικής ή ξένης) αρχής και χωρίς να συνοδεύεται από οποιαδήποτε εντολή περί χειρισμού του εκ μέρους του υπουργού». Μάλιστα, χαρακτηρίζει «ασυνήθη για έναν υπουργό» τον τρόπο με τον ο κ. Παπακωσταντίνου του παρέδωσε το αρχείο.
Την ίδια εποχή –επισημαίνει – ότι έμαθε από τα ΜΜΕ για την ύπαρξη «μιας ηλεκτρονικής ‘λίστας’, η οποία φέρονταν να είναι προϊόν υποκλοπής υπαλλήλου ελβετικής τράπεζας», ο δε δράστης «θέλησε να την πουλήσει σε εθνικές κυβερνήσεις διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου αυτές να εξιχνιάσουν τυχόν τελεσθέντα αδικήματα σχετικά με την φορολογική τους νομοθεσία».
Στη συνέχεια ο κ. Διώτης αναφέρει ότι άνοιξε το USB, το οποίο και διαπίστωσε ότι περιείχε πολλά αρχεία excel «στα οποία καταγράφονταν ελληνικά ονόματα φυσικών προσώπων και επωνυμίες εταιρειών όπως επίσης διάφορα ποσά σε δολάρια, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία σχετικά με την προέλευση των ποσών». Ωστόσο, ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ επισημαίνει πως οι καταθέσεις που υπήρχαν στο αρχείο «αφορούσαν παλαιότερες εγγραφές, ανάγονταν δηλαδή σε χρονικό διάστημα πολύ πριν την περιέλευση της χώρας μας σε οικονομική κρίση». Όπως χαρακτηριστικά, αναφέρει «δεν μπορούσε να υποθέσει κανείς άνευ ετέρου ότι τα καταχωριζόμενα στη λίστα πρόσωπα εκμεταλλεύθηκαν καθ οιονδήποτε τρόπο τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, προκειμένου να εξαγάγουν σε ασφαλέστερους προορισμούς μεγάλα χρηματικά ποσά».
Ερευνούσα άλλα, νόμιμα στοιχεία
Στο υπόμνημά του ο κ. Διώτης επισημαίνει πως τότε ήταν που αποφάσισε να μην εγκαταλείψει άλλες σημαντικές έρευνες σχετικά με παρεμφερείς καταλόγους που διενεργούσε το ΣΔΟΕ, δίνοντας προτεραιότητα στα στοιχεία του «υποκλαπέντος USB το οποίο αποτελούσε «προϊόν υποκλοπής και παραβίασης προσωπικών δεδομένων». Ωστόσο, όπως επισημαίνει αποφάσισε να ενημερώσει για την ύπαρξη του USB τον κ. Βενιζέλο, κάτι που κατάφερε να κάνει αρχές Αυγούστου, κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε μαζί του. Στη συνάντηση αυτή, όπως αναφέρει ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, παρέδωσε στον κ. Βενιζέλο το αρχείο «συνοδευόμενο από εκτύπωση μερικών στοιχείων». Από την πλευρά του ο κ. Βενιζέλος ζήτησε την γνώμη του σχετικά με τη δυνατότητα αξιοποίησης του υλικού και ο κ. Διώτης του υπενθύμισε τη σχετική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δεν λαμβάνονται υπόψη στη ποινική διαδικασία αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις. «Ο υπουργός συμφώνησε με την άποψή μου κράτησε το USB, δεν μου έδωσε οποιαδήποτε εντολή σχετικά με αυτό (στην περίπτωση αυτή άλλωστε δεν θα το κρατούσε) και έκτοτε δεν έγινε ποτέ άλλοτε λόγος για το συγκεκριμένο αντικείμενο ούτε κάποια ενέργεια μέχρι την αποχώρηση μου από το ΣΔΟΕ» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τέλος, ο κ. Διώτης επαναλαμβάνει στο υπόμνημά του πως αν ο υπουργός του ζητούσε να ενεργήσει τους αναγκαίους ελέγχους σχετικά με τις εγγραφές στο αρχείο, εκείνος θα του πρότεινε να τροποποιηθεί το νομοθετικό πλαίσιο της Ελλάδας και να προσαρμοστεί με τα άλλα ισχύοντα στις ευρωπαϊκές χώρες, «ώστε οι έλεγχοι αυτοί να είναι νομικώς ανεπίληπτοι» διότι σε διαφορετική περίπτωση, όπως λέει, θα «υπέβαλλα την παραίτησή μου».
(protothema)
Μάλιστα, προχωρά και ένα ακόμη βήμα παραπέρα και επισημαίνει ότι μέχρι εκείνος να δώσει εντολή να ελεγχθούν όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί Ελλήνων, οι οποίοι έχουν μεταφέρει κεφάλαια μεγαλύτερα των 100.00 ευρώ (για το διάστημα από 1.1.2000 έως 15.6. 2012) στο εξωτερικό, οι «διευθύνσεις του υπουργείου έδιναν στο ΣΔΟΕ στοιχεία για επιλεκτικούς ελέγχους φυσικών προσώπων».
Ειδικότερα, ο κ. Διώτης, στο υπόμνημα, που κατέθεσε στους οικονομικούς εισαγγελείς, οι οποίοι τον κάλεσαν να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος παράβασης καθήκοντος και υπεξαγωγής εγγράφου (σε συνδυασμό μάλιστα με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου), στρέφεται ευθέως κατά του κ. Βενιζέλου υποστηρίζοντας ότι φάσκει και αντιφάσκει όταν διατείνεται πως συμφωνεί με την νομική του προσέγγιση ότι η λίστα Λαγκαρντ δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί διότι αποτελούσε προϊόν υποκλοπής, ενώ στην κατάθεσή του στους κ.κ Πεπόνη και Μουζακίτη αναφέρει: «Αν το υλικό αυτό είχε περιέλθει πρώτα σε εμένα ως υπουργό, θα το παρέδιδα στον επικεφαλής του ΣΔΟΕ προς αξιολόγηση και αξιοποίηση».
Ακόμη ο κ. Διώτης, στο υπόμνημά του στρέφεται και κατά του κ Παπακωνσταντίνου αναφέροντας ότι του παρέδωσε το USB χωρίς κανένα διαβιβαστικό έγγραφο, δηλαδή ατύπως. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά : «Περί τα μέσα Ιουνίου 2011 ο αποχωρών τότε υπουργός Οικονομικών κ. Γεώργιος Παπακωνσταντίνου μου απέστειλε ένα USB. To εν λόγω USB μου παραδόθηκε ατύπως, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε διαβιβαστικό ή συνοδευτικό έγγραφο του γραφείου του υπουργού, χωρίς συνημμένη αλληλογραφία οποιασδήποτε άλλης (γενικής ή ξένης) αρχής και χωρίς να συνοδεύεται από οποιαδήποτε εντολή περί χειρισμού του εκ μέρους του υπουργού». Μάλιστα, χαρακτηρίζει «ασυνήθη για έναν υπουργό» τον τρόπο με τον ο κ. Παπακωσταντίνου του παρέδωσε το αρχείο.
Την ίδια εποχή –επισημαίνει – ότι έμαθε από τα ΜΜΕ για την ύπαρξη «μιας ηλεκτρονικής ‘λίστας’, η οποία φέρονταν να είναι προϊόν υποκλοπής υπαλλήλου ελβετικής τράπεζας», ο δε δράστης «θέλησε να την πουλήσει σε εθνικές κυβερνήσεις διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου αυτές να εξιχνιάσουν τυχόν τελεσθέντα αδικήματα σχετικά με την φορολογική τους νομοθεσία».
Στη συνέχεια ο κ. Διώτης αναφέρει ότι άνοιξε το USB, το οποίο και διαπίστωσε ότι περιείχε πολλά αρχεία excel «στα οποία καταγράφονταν ελληνικά ονόματα φυσικών προσώπων και επωνυμίες εταιρειών όπως επίσης διάφορα ποσά σε δολάρια, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία σχετικά με την προέλευση των ποσών». Ωστόσο, ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ επισημαίνει πως οι καταθέσεις που υπήρχαν στο αρχείο «αφορούσαν παλαιότερες εγγραφές, ανάγονταν δηλαδή σε χρονικό διάστημα πολύ πριν την περιέλευση της χώρας μας σε οικονομική κρίση». Όπως χαρακτηριστικά, αναφέρει «δεν μπορούσε να υποθέσει κανείς άνευ ετέρου ότι τα καταχωριζόμενα στη λίστα πρόσωπα εκμεταλλεύθηκαν καθ οιονδήποτε τρόπο τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας, προκειμένου να εξαγάγουν σε ασφαλέστερους προορισμούς μεγάλα χρηματικά ποσά».
Ερευνούσα άλλα, νόμιμα στοιχεία
Στο υπόμνημά του ο κ. Διώτης επισημαίνει πως τότε ήταν που αποφάσισε να μην εγκαταλείψει άλλες σημαντικές έρευνες σχετικά με παρεμφερείς καταλόγους που διενεργούσε το ΣΔΟΕ, δίνοντας προτεραιότητα στα στοιχεία του «υποκλαπέντος USB το οποίο αποτελούσε «προϊόν υποκλοπής και παραβίασης προσωπικών δεδομένων». Ωστόσο, όπως επισημαίνει αποφάσισε να ενημερώσει για την ύπαρξη του USB τον κ. Βενιζέλο, κάτι που κατάφερε να κάνει αρχές Αυγούστου, κατά τη διάρκεια συνάντησης που είχε μαζί του. Στη συνάντηση αυτή, όπως αναφέρει ο πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, παρέδωσε στον κ. Βενιζέλο το αρχείο «συνοδευόμενο από εκτύπωση μερικών στοιχείων». Από την πλευρά του ο κ. Βενιζέλος ζήτησε την γνώμη του σχετικά με τη δυνατότητα αξιοποίησης του υλικού και ο κ. Διώτης του υπενθύμισε τη σχετική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία δεν λαμβάνονται υπόψη στη ποινική διαδικασία αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις. «Ο υπουργός συμφώνησε με την άποψή μου κράτησε το USB, δεν μου έδωσε οποιαδήποτε εντολή σχετικά με αυτό (στην περίπτωση αυτή άλλωστε δεν θα το κρατούσε) και έκτοτε δεν έγινε ποτέ άλλοτε λόγος για το συγκεκριμένο αντικείμενο ούτε κάποια ενέργεια μέχρι την αποχώρηση μου από το ΣΔΟΕ» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τέλος, ο κ. Διώτης επαναλαμβάνει στο υπόμνημά του πως αν ο υπουργός του ζητούσε να ενεργήσει τους αναγκαίους ελέγχους σχετικά με τις εγγραφές στο αρχείο, εκείνος θα του πρότεινε να τροποποιηθεί το νομοθετικό πλαίσιο της Ελλάδας και να προσαρμοστεί με τα άλλα ισχύοντα στις ευρωπαϊκές χώρες, «ώστε οι έλεγχοι αυτοί να είναι νομικώς ανεπίληπτοι» διότι σε διαφορετική περίπτωση, όπως λέει, θα «υπέβαλλα την παραίτησή μου».
(protothema)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου