Γράφει ο Αντώνης Καρπετόπουλος
Οι ιταλικές εφημερίδες δεν υπήρξαν και πολύ συγκαταβατικές με τη Σκουάντρα Ατζούρα και το κάζο της στον τελικό. Άλλες μίλησαν για διασυρμό, άλλες για συντριβή – ακόμα και η συνήθως ψύχραιμη Gazzetta Dello Sport χτύπησε πρωτοσέλιδα ένα τίτλο καθόλου κολακευτικό για την ομάδα του Πραντέλι «Ετσι Μας πόνεσε όμως..» έγραψε χαρακτηριστικά.
Οι Ιταλοί τα έκαναν θάλασσα στον τελικό, έχοντας κάνει προηγουμένως ένα καταπληκτικό – για τις δυνατότητές τους - τουρνουά. Αξίζει να δούμε λίγο πιο προσεχτικά το πάθημά τους. Δεν ήταν ο πρώτος τελικός στον οποίο εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων: το πράγμα δεν αποτελεί σύμπτωση. Το 1970 έχασαν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο από τους Βραζιλιάνους στο Μεξικό με 4-1: προηγουμένως είχαν καταπλήξει τη γη στο 4-3 με τους Γερμανούς. Το 1994, στις ΗΠΑ, έπαιξαν στον ημιτελικό κόντρα στη Βουλγαρία το καλύτερο παιγνίδι τους κερδίζοντας με 3-1. Στον τελικό όμως έχασαν στα πέναλτι από την πιο ακίνδυνη Βραζιλία όλων των εποχών – κι έχασαν παίζοντας παθητικά και χωρίς να ξεμυτίσουν.
Παθητικά έπαιξαν και κόντρα στους κουρασμένους Γάλλους το Ζιντάν το 2006: απλά χτύπησαν καλά τα πέναλτι. Και τότε το καλό τους ματς ήταν ο ημιτελικός με τη Γερμανία: όχι τυχαία. Το 2000, έκαναν στον ημιτελικό με την Ολλανδία την «κλοπή του αιώνα», αντέχοντας κόντρα στους γηπεδούχος 70 λεπτά με παίκτη λιγότερο χάρη στην σκληρή τους άμυνα και τον Τόλντο που έπιασε τα άπιαστα. Στον τελικό έχασαν στο τέλος τη συγκέντρωσή τους, πλήρωσαν τις χαμένες ευκαιρίες του Ντελ Πιέρο, ηττήθηκαν στην παράταση από το γκολ του Τρεζεγκέ πληρώνοντας ακριβά τις κακές αλλαγές του Ντίνο Τζοφ. Όλα αυτά δεν μπορεί να είναι τυχαία.
Οι Ιταλοί κάνουν κακούς τελικούς, ακόμα κι έπειτα από ηρωϊκά τουρνουά. Μια ιστορική εξήγηση για αυτό έχει δώσει ο μόνος Ιταλός προπονητής που είδε την Σκουάντρα Ατζούρα να κάνει ένα αψεγάδιαστο τελικό – ο μακαρίτης Εντσο Μπέαρζοτ που το 1982 είδε τους Ατζούρι να κάνουν τη Γερμανία τ’ αλατιού στη Μαδρίτη. «Αντίθετα με κάθε προηγούμενο ματς» γράφει ο Μπέαρζοτ, «ο τελικός δεν σηκώνει τακτική προετοιμασία». Και εξηγεί: «πολλές φορές η σύνθεση και η στρατηγική μιας ομάδας στον τελικό επιβάλλεται από τα προηγούμενα ματς του τουρνουά.
Στα μεγάλα τουρνουά προκύπτουν πρωταγωνιστές που αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής ακόμα και αν το ματς δεν τους ταιριάζει». Και καταλήγει ο μακαρίτης Εντσο: «στον τελικό δεν επιλέγει ο προπονητής – έχει κάνει τις επιλογές η ιστορία. Κατά κάποιο τρόπο ο προπονητής είναι υποχρεωμένος να στείλει στο γήπεδο αυτούς που πήραν τις μεγάλες προκρίσεις, όσους τη φανέλα τη μάτωσαν. Αυτό σημαίνει πως δεν μετράς τις ανάγκες του αγώνα, αλλά επιβραβεύεις. Κι όταν αυτό συμβαίνει είσαι κατά κάποιο τρόπο όμηρος της απόδοσης των παικτών, αφού εσύ δεν έχεις θέση στη γιορτή». Ο Μπέαρζοτ θεωρούσε ότι η δική του τύχη, στον μοναδικό τελικό που οι Ιταλοί έπαιξαν καταπληκτικά, ήταν ο τραυματισμός του μεγάλου Αντονιόνι στον ημιτελικό της Ιταλίας με την Πολωνία. Η αδυναμία του Αντονιόνι να αγωνιστεί του έλυσε τα χέρια δίνοντάς του το δικαίωμα να φτιάξει την ενδεκάδα που ήθελε.
Ο Μπέαρζοτ φοβόταν την υπεροπλία των Γερμανών στη μεσαία γραμμή (το Μπρίγκελ, τον Ντρέμλερ, το Μπράιντνερ, το Στίλικε που έβγαινε από τα μετόπισθεν) και έτρεμε τον πολύ κινητικό Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε που είχε πάει τη Γερμανία στον τελικό παρά τους τραυματισμούς του. Για να τους σταματήσει ο Εντσο χρησιμοποίησε σαν αμυντικό χαφ τον 17χρονο Μπέργκομι και παρέταξε την Ιταλία του με έξι αμυντικούς – για να καταλάβετε το παράδοξο σκεφτείτε ότι ο Αντονιόνι έπαιζε «δεκάρι»! Ο Μπέαρζοτ άφησε στον πάγκο και τον Μορίνι, και τον Ντοσένα και το γέρο Κάουζιο (παίκτες δημιουργικούς και ικανούς να αντικαταστήσουν τον Αντονιόνι), αλλά το κόλπο έπιασε: οι Γερμανοί τράκαραν στο γερμανικό τοίχος και έχασαν τα αυγά και τα καλάθια. «Ισως αν έπαιζε ο Αντονιόνι να κερδίζαμε 5-0» γράφει ο προπονητής στη βιογραφία του, «όμως ακόμα και σήμερα πιστεύω ότι η πρέπουσα τακτική ήταν αυτή και αυτή η τακτική χρειάζονταν ένα τσακάλι σαν το Μπέργκομι και όχι μια πριμαντόνα ακόμα».
Διάβασα αυτό το απόσπασμα καθάριας ποδοσφαιρικής μνήμης από τη βιογραφία του Μπέαρζοτ πριν τον τελικό και κατάλαβα τι θα πάθαινε ο Πραντέλι και η ομάδα του πριν το ματς ξεκινήσει. Οι Ιταλοί έδωσαν δυο ματς με τους Ισπανούς. Όμως ενώ οι Ισπανοί αγωνίστηκαν και στα δυο με την ίδια ενδεκάδα, οι Ιταλοί μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου αγώνα, άλλαξαν τρεις παίκτες και φυσικά διάταξη. Η Ιταλία της πρεμιέρας προετοιμάστηκε τακτικά για να αντιμετωπίσει τους Σπανιόλους μέρες ολόκληρες. Το 3-5-2 του Πραντέλι, με το Ντε Ρόσι λίμπερο, δυο ακραίους που ανέβαιναν πολύ ψηλά (Μάτζιο_ Τζιακερίνι), δυο κόφτες έμπειρους όπως ο Πίρλο και ο Μότα, ελάχιστη σχέση είχε με το 4-4-2 σε ρόμβο του τελικού.
Το πρώτο σχήμα, το συκοφαντημένο 3-5-2, βασίζονταν στις αλληλοκαλύψεις: οι δυο στόπερ π.χ (ο Κιελίνι αριστερά και ο Μπονούτσι δεξιά), ακριβώς επειδή δεν είχαν αντίπαλο στο 4-6-0 των Ισπανών, κάλυπταν πολύ τους ακραίους αμυντικούς, ενώ οι επιστροφές του Κασάνο στ αριστερά και η χρησιμοποίηση του Μαρκίζιο σε θέση μέσα δεξιά, έδιναν τη δυνατότητα στον Πίρλο και το Μότα να έχουν σίγουρη πάσα και συμπαίκτη ελεύθερο. Όμως στον τελικό όλα αυτά πήγαν στην άκρη γιατί η Ιταλία με Αγγλους και Γερμανούς είχε κάνει δυο τόσο καλά ματς που ο Πραντέλι απαγορεύονταν να την πειράξει, δηλαδή να ψάξει να βρει την κατάλληλα για την περίσταση ενδεκάδα.
Αυτό που προέκυψε ήταν αυτοκτονικό και ακατάλληλο. Οι Ισπανοί βρήκαν ακάλυπτο τον Κιελίνι αριστερά και με το Σίλβα και τον Φάμπρεγκας του επιτέθηκαν κατά βούληση. Η παρουσία του Μοντολίβο έκανε πολύ soft τη μεσαία γραμμή, η έλλειψη πίεσης στο πλάι επέτρεπε στον Αλμπα να κατεβαίνει χωρίς αντίπαλο και η απουσία ενός λίμπερο άφησε στους σπανιόλους το δικαίωμα να πάνε συχνά στο «ένας εναντίον ενός» με τους αργούς ιταλούς μπακ. Οι Ιταλοί άντεξαν στην πρεμιέρα γιατί είχαν πάντα ένα παίκτη παραπάνω σε άμυνα και μεσαία γραμμή και διαλύθηκαν στον τελικό γιατί χωρίς αυτό το τακτικό πλεονέκτημα δεν είχαν τρόπους να βγάλουν σωστά τη μπάλα! Ο έρημος ο Πίρλο γυρνούσε να την πάρει από το Μπουφόν και δεν ήξερε τι να την κάνει, καθώς όλοι οι συμπαίκτες του είχαν ένα αντίπαλο κολλημένο πάνω τους.
Η Ιταλία του Euro δεν θύμιζε τις Μίλαν, τις Ιντερ, τις Γιουβέντους. Ηταν μια Ιταλία με ψυχή τίμιας επαρχιακής ομάδας σαν τη Φιορεντίνα και την Αταλάντα του Πραντέλι. Αυτές οι ομάδες για να επιβιώσουν, πρέπει να είναι τακτικά ανώτερες από όσες έχουν καλύτερες μονάδες, πλούσιους προέδρους και φίλους διαιτητές. Όμως πώς να είσαι τακτικά ανώτερος σε ένα ματς που δεν έχει τακτική;
Οι ιταλικές εφημερίδες δεν υπήρξαν και πολύ συγκαταβατικές με τη Σκουάντρα Ατζούρα και το κάζο της στον τελικό. Άλλες μίλησαν για διασυρμό, άλλες για συντριβή – ακόμα και η συνήθως ψύχραιμη Gazzetta Dello Sport χτύπησε πρωτοσέλιδα ένα τίτλο καθόλου κολακευτικό για την ομάδα του Πραντέλι «Ετσι Μας πόνεσε όμως..» έγραψε χαρακτηριστικά.
Οι Ιταλοί τα έκαναν θάλασσα στον τελικό, έχοντας κάνει προηγουμένως ένα καταπληκτικό – για τις δυνατότητές τους - τουρνουά. Αξίζει να δούμε λίγο πιο προσεχτικά το πάθημά τους. Δεν ήταν ο πρώτος τελικός στον οποίο εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων: το πράγμα δεν αποτελεί σύμπτωση. Το 1970 έχασαν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο από τους Βραζιλιάνους στο Μεξικό με 4-1: προηγουμένως είχαν καταπλήξει τη γη στο 4-3 με τους Γερμανούς. Το 1994, στις ΗΠΑ, έπαιξαν στον ημιτελικό κόντρα στη Βουλγαρία το καλύτερο παιγνίδι τους κερδίζοντας με 3-1. Στον τελικό όμως έχασαν στα πέναλτι από την πιο ακίνδυνη Βραζιλία όλων των εποχών – κι έχασαν παίζοντας παθητικά και χωρίς να ξεμυτίσουν.
Παθητικά έπαιξαν και κόντρα στους κουρασμένους Γάλλους το Ζιντάν το 2006: απλά χτύπησαν καλά τα πέναλτι. Και τότε το καλό τους ματς ήταν ο ημιτελικός με τη Γερμανία: όχι τυχαία. Το 2000, έκαναν στον ημιτελικό με την Ολλανδία την «κλοπή του αιώνα», αντέχοντας κόντρα στους γηπεδούχος 70 λεπτά με παίκτη λιγότερο χάρη στην σκληρή τους άμυνα και τον Τόλντο που έπιασε τα άπιαστα. Στον τελικό έχασαν στο τέλος τη συγκέντρωσή τους, πλήρωσαν τις χαμένες ευκαιρίες του Ντελ Πιέρο, ηττήθηκαν στην παράταση από το γκολ του Τρεζεγκέ πληρώνοντας ακριβά τις κακές αλλαγές του Ντίνο Τζοφ. Όλα αυτά δεν μπορεί να είναι τυχαία.
Οι Ιταλοί κάνουν κακούς τελικούς, ακόμα κι έπειτα από ηρωϊκά τουρνουά. Μια ιστορική εξήγηση για αυτό έχει δώσει ο μόνος Ιταλός προπονητής που είδε την Σκουάντρα Ατζούρα να κάνει ένα αψεγάδιαστο τελικό – ο μακαρίτης Εντσο Μπέαρζοτ που το 1982 είδε τους Ατζούρι να κάνουν τη Γερμανία τ’ αλατιού στη Μαδρίτη. «Αντίθετα με κάθε προηγούμενο ματς» γράφει ο Μπέαρζοτ, «ο τελικός δεν σηκώνει τακτική προετοιμασία». Και εξηγεί: «πολλές φορές η σύνθεση και η στρατηγική μιας ομάδας στον τελικό επιβάλλεται από τα προηγούμενα ματς του τουρνουά.
Στα μεγάλα τουρνουά προκύπτουν πρωταγωνιστές που αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής ακόμα και αν το ματς δεν τους ταιριάζει». Και καταλήγει ο μακαρίτης Εντσο: «στον τελικό δεν επιλέγει ο προπονητής – έχει κάνει τις επιλογές η ιστορία. Κατά κάποιο τρόπο ο προπονητής είναι υποχρεωμένος να στείλει στο γήπεδο αυτούς που πήραν τις μεγάλες προκρίσεις, όσους τη φανέλα τη μάτωσαν. Αυτό σημαίνει πως δεν μετράς τις ανάγκες του αγώνα, αλλά επιβραβεύεις. Κι όταν αυτό συμβαίνει είσαι κατά κάποιο τρόπο όμηρος της απόδοσης των παικτών, αφού εσύ δεν έχεις θέση στη γιορτή». Ο Μπέαρζοτ θεωρούσε ότι η δική του τύχη, στον μοναδικό τελικό που οι Ιταλοί έπαιξαν καταπληκτικά, ήταν ο τραυματισμός του μεγάλου Αντονιόνι στον ημιτελικό της Ιταλίας με την Πολωνία. Η αδυναμία του Αντονιόνι να αγωνιστεί του έλυσε τα χέρια δίνοντάς του το δικαίωμα να φτιάξει την ενδεκάδα που ήθελε.
Ο Μπέαρζοτ φοβόταν την υπεροπλία των Γερμανών στη μεσαία γραμμή (το Μπρίγκελ, τον Ντρέμλερ, το Μπράιντνερ, το Στίλικε που έβγαινε από τα μετόπισθεν) και έτρεμε τον πολύ κινητικό Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε που είχε πάει τη Γερμανία στον τελικό παρά τους τραυματισμούς του. Για να τους σταματήσει ο Εντσο χρησιμοποίησε σαν αμυντικό χαφ τον 17χρονο Μπέργκομι και παρέταξε την Ιταλία του με έξι αμυντικούς – για να καταλάβετε το παράδοξο σκεφτείτε ότι ο Αντονιόνι έπαιζε «δεκάρι»! Ο Μπέαρζοτ άφησε στον πάγκο και τον Μορίνι, και τον Ντοσένα και το γέρο Κάουζιο (παίκτες δημιουργικούς και ικανούς να αντικαταστήσουν τον Αντονιόνι), αλλά το κόλπο έπιασε: οι Γερμανοί τράκαραν στο γερμανικό τοίχος και έχασαν τα αυγά και τα καλάθια. «Ισως αν έπαιζε ο Αντονιόνι να κερδίζαμε 5-0» γράφει ο προπονητής στη βιογραφία του, «όμως ακόμα και σήμερα πιστεύω ότι η πρέπουσα τακτική ήταν αυτή και αυτή η τακτική χρειάζονταν ένα τσακάλι σαν το Μπέργκομι και όχι μια πριμαντόνα ακόμα».
Διάβασα αυτό το απόσπασμα καθάριας ποδοσφαιρικής μνήμης από τη βιογραφία του Μπέαρζοτ πριν τον τελικό και κατάλαβα τι θα πάθαινε ο Πραντέλι και η ομάδα του πριν το ματς ξεκινήσει. Οι Ιταλοί έδωσαν δυο ματς με τους Ισπανούς. Όμως ενώ οι Ισπανοί αγωνίστηκαν και στα δυο με την ίδια ενδεκάδα, οι Ιταλοί μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου αγώνα, άλλαξαν τρεις παίκτες και φυσικά διάταξη. Η Ιταλία της πρεμιέρας προετοιμάστηκε τακτικά για να αντιμετωπίσει τους Σπανιόλους μέρες ολόκληρες. Το 3-5-2 του Πραντέλι, με το Ντε Ρόσι λίμπερο, δυο ακραίους που ανέβαιναν πολύ ψηλά (Μάτζιο_ Τζιακερίνι), δυο κόφτες έμπειρους όπως ο Πίρλο και ο Μότα, ελάχιστη σχέση είχε με το 4-4-2 σε ρόμβο του τελικού.
Το πρώτο σχήμα, το συκοφαντημένο 3-5-2, βασίζονταν στις αλληλοκαλύψεις: οι δυο στόπερ π.χ (ο Κιελίνι αριστερά και ο Μπονούτσι δεξιά), ακριβώς επειδή δεν είχαν αντίπαλο στο 4-6-0 των Ισπανών, κάλυπταν πολύ τους ακραίους αμυντικούς, ενώ οι επιστροφές του Κασάνο στ αριστερά και η χρησιμοποίηση του Μαρκίζιο σε θέση μέσα δεξιά, έδιναν τη δυνατότητα στον Πίρλο και το Μότα να έχουν σίγουρη πάσα και συμπαίκτη ελεύθερο. Όμως στον τελικό όλα αυτά πήγαν στην άκρη γιατί η Ιταλία με Αγγλους και Γερμανούς είχε κάνει δυο τόσο καλά ματς που ο Πραντέλι απαγορεύονταν να την πειράξει, δηλαδή να ψάξει να βρει την κατάλληλα για την περίσταση ενδεκάδα.
Αυτό που προέκυψε ήταν αυτοκτονικό και ακατάλληλο. Οι Ισπανοί βρήκαν ακάλυπτο τον Κιελίνι αριστερά και με το Σίλβα και τον Φάμπρεγκας του επιτέθηκαν κατά βούληση. Η παρουσία του Μοντολίβο έκανε πολύ soft τη μεσαία γραμμή, η έλλειψη πίεσης στο πλάι επέτρεπε στον Αλμπα να κατεβαίνει χωρίς αντίπαλο και η απουσία ενός λίμπερο άφησε στους σπανιόλους το δικαίωμα να πάνε συχνά στο «ένας εναντίον ενός» με τους αργούς ιταλούς μπακ. Οι Ιταλοί άντεξαν στην πρεμιέρα γιατί είχαν πάντα ένα παίκτη παραπάνω σε άμυνα και μεσαία γραμμή και διαλύθηκαν στον τελικό γιατί χωρίς αυτό το τακτικό πλεονέκτημα δεν είχαν τρόπους να βγάλουν σωστά τη μπάλα! Ο έρημος ο Πίρλο γυρνούσε να την πάρει από το Μπουφόν και δεν ήξερε τι να την κάνει, καθώς όλοι οι συμπαίκτες του είχαν ένα αντίπαλο κολλημένο πάνω τους.
Η Ιταλία του Euro δεν θύμιζε τις Μίλαν, τις Ιντερ, τις Γιουβέντους. Ηταν μια Ιταλία με ψυχή τίμιας επαρχιακής ομάδας σαν τη Φιορεντίνα και την Αταλάντα του Πραντέλι. Αυτές οι ομάδες για να επιβιώσουν, πρέπει να είναι τακτικά ανώτερες από όσες έχουν καλύτερες μονάδες, πλούσιους προέδρους και φίλους διαιτητές. Όμως πώς να είσαι τακτικά ανώτερος σε ένα ματς που δεν έχει τακτική;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου