Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που μου εντυπώθηκε. Το «Μέντιουμ», του πρωτοεμφανιζόμενου Γιώργου Συμπάρδη, ήταν μια νουβέλα με πρωταγωνιστή την Αθήνα της μεταπολίτευσης, αλλά μια Αθήνα διόλου μητροπολιτική και φαντασμαγορική.
Το βιβλίο περιέγραφε μια Αθήνα υπόκωφη και κρυμμένη, την Αθήνα των λαϊκών ανθρώπων με τα μικρά όνειρα και τις μισοτελειωμένες επιδιώξεις, έναν κόσμο γεμάτο υπονοούμενα, λελογισμένη φτώχεια, σημάδια ημιορατά, διαψευσμένες ζωές. Και δεν ήταν ηθογραφία. Το «Μέντιουμ» μιλούσε για μια κοινωνία και μια ζωή που έμεναν στα αζήτητα της νεοελληνικής τέχνης: να, αυτό μου εντυπώθηκε.
Ο Συμπάρδης (γενν. 1945), μετά έντεκα χρόνια σιωπής, συνέχισε τη μικροανατομία του με ένα εξίσου ή και περισσότερο έκκεντρο μυθιστόρημα, τον «Αχρηστο Δημήτρη», μια δαιδαλώδη αφήγηση προσώπων, βίων, βουβών ερώτων, ματαιώσεων, ανεξήγητων ανατροπών. Ενα μυθιστόρημα για την Ελλάδα του ’70–’80, για τα αισθήματά της τα μισά και αντινομικά, για τη λειψή της ενηλικίωση.
Το ’98, ο «Δημήτρης». Δεκατρία χρόνια σιωπής. Και τώρα η «Υπόσχεση γάμου». Αθήνα στα πρόθυρα της Κρίσης, μικροαστικές και λαϊκές συνοικίες, Καλλιθέα, Φάληρο, Ταύρος, Μοσχάτο, Καμίνια, ο Ηλεκτρικός από την Κηφισιά, διαδρομές με ταξί, πνιγηρά ουζερί, μικρά διαμερίσματα. Τέσσερις γυναίκες στα σαράντα, Αλέκα, Ολγα, Βιβή, Ματίνα – η στέρεη, η όμορφη παθητική, η γεροντοκόρη, η ραγισμένη ψυχωτική.
Με όλες σχετίζεται ποικιλοτρόπως ο συνομήλικος Ζαχαρίας, ένας αδύναμος άνδρας, δειλός, λούζερ, ευγενικός· φλερτάρει, αρραβωνιάζεται παντρεύεται. Στο φόντο, άλλοι άνδρες, μοιραίοι, μνησίκακοι, αρπακτικοί, λάγνοι, άνδρες–σκιές.
Το βιβλίο είναι γραμμένο ψιλοβελονιά, με λεπτομερέστατες ρεαλιστικές καταγραφές της πιο πεζής καθημερινότητας, ο αφηγητής μπαίνει σε γκαρσονιέρες και τριάρια λαϊκών πολυκατοικιών, σε κουζίνες και βεράντες, με μιαν αφόρητη πεζολογία βλέπει και μιλάει, σχεδόν μουρμουρίζει, στ’ αυτί του αναγνώστη, χτίζει σιγά σιγά, βασανιστικά, χαρακτήρες και σχέσεις, ανθρώπους χωρίς μεγαλείο, τυραννισμένους, αδύναμους, παραδομένους στη μοίρα.
Αυτή η πεζολογία, η αβάσταχτη και βασανιστική, είναι η μεγάλη αρετή του βιβλίου: το κουβάρι των ταπεινών βίων διαρκώς ξετυλίγεται και διαρκώς μπερδεύεται, οι άνθρωποι διαγράφονται όλο και διαυγέστερα, και η τόση διαύγεια, ο τόσος ρεαλισμός, απολήγει στο παράδοξο, στο αλλόκοτο. Η ζωή είναι αλλόκοτη. Τόσο πιο αλλόκοτη όσο πιο απλή.
Η «Υπόσχεση γάμου» είναι μια οδυνηρή επισκόπηση της ελληνικής κοινωνίας, των πιο μαζικών στρωμάτων της, των μικροαστικών και λαϊκών, τόσο μαζικών και προφανών, τόσο αντιηρωικών και τετριμμένων, που δεν θέλει να τα δει και να τα ιστορήσει η σημερινή ελληνική τέχνη, δεν θέλει καν να γνωρίζει την ύπαρξή τους – με εξαίρεση ελάχιστους νεότερους κινηματογραφιστές, σαν τον Γ. Οικονομίδη λ.χ.
Ο Γ. Συμπάρδης, απεναντίας, προγραμματικά σχεδόν, από το πρώτο του βιβλίο βυθίζει το βλέμμα του σε αυτή την «αόρατη», την πανταχού παρούσα, μικροαστική Ελλάδα και ακολουθεί τους ανθρώπους της, τους ζωγραφίζει, τους παρακολουθεί, τους ακούει, αναμεταδίδει τους φόβους και τα πάθη τους, τον χαμηλοτάβανο κόσμο τους. Δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν ειρωνεύεται, δεν δικάζει. Γράφει. Σαν καλλιτέχνης, τους δημιουργεί, τους δίνει ζωή και υπόσταση. Σαν άνθρωπος, τους συμπονάει, χωρίς να τους οικτίρει, χωρίς να τους χαρίζεται· ζει ανάμεσά τους, αναπνέει μαζί τους.
Κυρίως, δεν φοβάται το θέμα του, το τόσο τριμμένο και προφανές, το τόσο μπανάλ: ζωές ανθρώπων χωρίς μεγαλείο, χωρίς πετάγματα, χωρίς λάμψη, άνθρωποι χωρίς ιδιότητες, οι αόρατοι του μετρό, οι αόρατοι του σούπερ μάρκετ. Οι γυναίκες του βιβλίου εργάζονται σκληρά, νοσοκόμες και τραπεζοκόμοι, σκέφτονται τη σύνταξη, είναι σαραντάρες, ο έρωτας φτερουγίζει ακόμη, αλλά αδύναμα, είναι φτωχές.
Οι άντρες δουλεύουν για είκοσι ευρώ μεροκάματο, βάρδια ταξί. Οι άνθρωποι είναι φτωχοί, στο όριο: λογαριάζουν το δεκάρικο, οι λογαριασμοί σπιτιού τούς ταράζουν, οι πιστωτικές είναι στα κόκκινα, μια παρεκτροπή τζόγου κλονίζει ολόκληρη οικογένεια. Είναι μια κοινωνία σε κρίση, πριν από την παρούσα κρίση.
Αλλά το μυθιστόρημα καθαυτό δεν κάνει κοινωνιολογία, ούτε καν αυτή που του αποδίδουμε. Η «Υπόσχεση γάμου» περιγράφει τη ζωή ως διαρκή κρίση, ως δοκιμασία. Σκύβει πάνω απ’ τις ζωές των μικρών και ασήμαντων ανθρώπων.
Πηγαίνει τόσο κοντά ώσπου τις γυρνάει απ’ την ανάποδη: και τότε φανερώνονται, μέσα από μικρές εκλάμψεις, το παράδοξο της ζωής, τα κρυμμένα μυστικά, οι ψυχαναλυτικές συμπτώσεις, η ζωή σαν ζαριά. Αλλά και οι στρατηγικές επιβίωσης, η αντοχή των αδύναμων, η συχώρεση της θηριωδίας, η αποδοχή του βίου σαν θαύμα και σαν βάσανο.
Η ανάγνωση ξεγελάει στην αρχή, με την ηθελημένη, αβάσταχτη πεζολογία του βιβλίου. Πολύ σύντομα, μαγνητίζει: οι ζωές των άλλων είναι η δική σου ζωή. Διαβάζεται σαν μακρύς αναστεναγμός.
καθημερινή
Πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που μου εντυπώθηκε. Το «Μέντιουμ», του πρωτοεμφανιζόμενου Γιώργου Συμπάρδη, ήταν μια νουβέλα με πρωταγωνιστή την Αθήνα της μεταπολίτευσης, αλλά μια Αθήνα διόλου μητροπολιτική και φαντασμαγορική.
Το βιβλίο περιέγραφε μια Αθήνα υπόκωφη και κρυμμένη, την Αθήνα των λαϊκών ανθρώπων με τα μικρά όνειρα και τις μισοτελειωμένες επιδιώξεις, έναν κόσμο γεμάτο υπονοούμενα, λελογισμένη φτώχεια, σημάδια ημιορατά, διαψευσμένες ζωές. Και δεν ήταν ηθογραφία. Το «Μέντιουμ» μιλούσε για μια κοινωνία και μια ζωή που έμεναν στα αζήτητα της νεοελληνικής τέχνης: να, αυτό μου εντυπώθηκε.
Ο Συμπάρδης (γενν. 1945), μετά έντεκα χρόνια σιωπής, συνέχισε τη μικροανατομία του με ένα εξίσου ή και περισσότερο έκκεντρο μυθιστόρημα, τον «Αχρηστο Δημήτρη», μια δαιδαλώδη αφήγηση προσώπων, βίων, βουβών ερώτων, ματαιώσεων, ανεξήγητων ανατροπών. Ενα μυθιστόρημα για την Ελλάδα του ’70–’80, για τα αισθήματά της τα μισά και αντινομικά, για τη λειψή της ενηλικίωση.
Το ’98, ο «Δημήτρης». Δεκατρία χρόνια σιωπής. Και τώρα η «Υπόσχεση γάμου». Αθήνα στα πρόθυρα της Κρίσης, μικροαστικές και λαϊκές συνοικίες, Καλλιθέα, Φάληρο, Ταύρος, Μοσχάτο, Καμίνια, ο Ηλεκτρικός από την Κηφισιά, διαδρομές με ταξί, πνιγηρά ουζερί, μικρά διαμερίσματα. Τέσσερις γυναίκες στα σαράντα, Αλέκα, Ολγα, Βιβή, Ματίνα – η στέρεη, η όμορφη παθητική, η γεροντοκόρη, η ραγισμένη ψυχωτική.
Με όλες σχετίζεται ποικιλοτρόπως ο συνομήλικος Ζαχαρίας, ένας αδύναμος άνδρας, δειλός, λούζερ, ευγενικός· φλερτάρει, αρραβωνιάζεται παντρεύεται. Στο φόντο, άλλοι άνδρες, μοιραίοι, μνησίκακοι, αρπακτικοί, λάγνοι, άνδρες–σκιές.
Το βιβλίο είναι γραμμένο ψιλοβελονιά, με λεπτομερέστατες ρεαλιστικές καταγραφές της πιο πεζής καθημερινότητας, ο αφηγητής μπαίνει σε γκαρσονιέρες και τριάρια λαϊκών πολυκατοικιών, σε κουζίνες και βεράντες, με μιαν αφόρητη πεζολογία βλέπει και μιλάει, σχεδόν μουρμουρίζει, στ’ αυτί του αναγνώστη, χτίζει σιγά σιγά, βασανιστικά, χαρακτήρες και σχέσεις, ανθρώπους χωρίς μεγαλείο, τυραννισμένους, αδύναμους, παραδομένους στη μοίρα.
Αυτή η πεζολογία, η αβάσταχτη και βασανιστική, είναι η μεγάλη αρετή του βιβλίου: το κουβάρι των ταπεινών βίων διαρκώς ξετυλίγεται και διαρκώς μπερδεύεται, οι άνθρωποι διαγράφονται όλο και διαυγέστερα, και η τόση διαύγεια, ο τόσος ρεαλισμός, απολήγει στο παράδοξο, στο αλλόκοτο. Η ζωή είναι αλλόκοτη. Τόσο πιο αλλόκοτη όσο πιο απλή.
Η «Υπόσχεση γάμου» είναι μια οδυνηρή επισκόπηση της ελληνικής κοινωνίας, των πιο μαζικών στρωμάτων της, των μικροαστικών και λαϊκών, τόσο μαζικών και προφανών, τόσο αντιηρωικών και τετριμμένων, που δεν θέλει να τα δει και να τα ιστορήσει η σημερινή ελληνική τέχνη, δεν θέλει καν να γνωρίζει την ύπαρξή τους – με εξαίρεση ελάχιστους νεότερους κινηματογραφιστές, σαν τον Γ. Οικονομίδη λ.χ.
Ο Γ. Συμπάρδης, απεναντίας, προγραμματικά σχεδόν, από το πρώτο του βιβλίο βυθίζει το βλέμμα του σε αυτή την «αόρατη», την πανταχού παρούσα, μικροαστική Ελλάδα και ακολουθεί τους ανθρώπους της, τους ζωγραφίζει, τους παρακολουθεί, τους ακούει, αναμεταδίδει τους φόβους και τα πάθη τους, τον χαμηλοτάβανο κόσμο τους. Δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν ειρωνεύεται, δεν δικάζει. Γράφει. Σαν καλλιτέχνης, τους δημιουργεί, τους δίνει ζωή και υπόσταση. Σαν άνθρωπος, τους συμπονάει, χωρίς να τους οικτίρει, χωρίς να τους χαρίζεται· ζει ανάμεσά τους, αναπνέει μαζί τους.
Κυρίως, δεν φοβάται το θέμα του, το τόσο τριμμένο και προφανές, το τόσο μπανάλ: ζωές ανθρώπων χωρίς μεγαλείο, χωρίς πετάγματα, χωρίς λάμψη, άνθρωποι χωρίς ιδιότητες, οι αόρατοι του μετρό, οι αόρατοι του σούπερ μάρκετ. Οι γυναίκες του βιβλίου εργάζονται σκληρά, νοσοκόμες και τραπεζοκόμοι, σκέφτονται τη σύνταξη, είναι σαραντάρες, ο έρωτας φτερουγίζει ακόμη, αλλά αδύναμα, είναι φτωχές.
Οι άντρες δουλεύουν για είκοσι ευρώ μεροκάματο, βάρδια ταξί. Οι άνθρωποι είναι φτωχοί, στο όριο: λογαριάζουν το δεκάρικο, οι λογαριασμοί σπιτιού τούς ταράζουν, οι πιστωτικές είναι στα κόκκινα, μια παρεκτροπή τζόγου κλονίζει ολόκληρη οικογένεια. Είναι μια κοινωνία σε κρίση, πριν από την παρούσα κρίση.
Αλλά το μυθιστόρημα καθαυτό δεν κάνει κοινωνιολογία, ούτε καν αυτή που του αποδίδουμε. Η «Υπόσχεση γάμου» περιγράφει τη ζωή ως διαρκή κρίση, ως δοκιμασία. Σκύβει πάνω απ’ τις ζωές των μικρών και ασήμαντων ανθρώπων.
Πηγαίνει τόσο κοντά ώσπου τις γυρνάει απ’ την ανάποδη: και τότε φανερώνονται, μέσα από μικρές εκλάμψεις, το παράδοξο της ζωής, τα κρυμμένα μυστικά, οι ψυχαναλυτικές συμπτώσεις, η ζωή σαν ζαριά. Αλλά και οι στρατηγικές επιβίωσης, η αντοχή των αδύναμων, η συχώρεση της θηριωδίας, η αποδοχή του βίου σαν θαύμα και σαν βάσανο.
Η ανάγνωση ξεγελάει στην αρχή, με την ηθελημένη, αβάσταχτη πεζολογία του βιβλίου. Πολύ σύντομα, μαγνητίζει: οι ζωές των άλλων είναι η δική σου ζωή. Διαβάζεται σαν μακρύς αναστεναγμός.
καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου