Γράφει
Αντώνης Καρπετόπουλος
Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο τηλεθεατές παρακολούθησαν την περασμένη Τρίτη, στο Mega, το τελευταίο ντέρμπι Μπαρτσελόνα – Ρεάλ: Το νούμερο είναι εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι η υπόθεση -πρόκριση είχε κριθεί στο «Μπερναμπέου» μια εβδομάδα πριν, όταν ο Μέσι πέτυχε δυο γκολ κι ο Πεπ Γκουαρντιόλα γύρισε στην Καταλονία με τιμές πρωθυπουργού.
Κι, όμως, οι Έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι καθηλώθηκαν. Και μολονότι το ματς που έγινε μέσα στη βροχή δεν ήταν καλό, δεν το εγκατέλειψαν και συνέχισαν να το συζητάνε και την επόμενη μέρα, εστιάζοντας είτε στο σκληρό παιγνίδι της Ρεάλ είτε στα λάθη του διαιτητή που αδίκησε λίγο τη Βασίλισσα.
Αυτή η επιμονή εξηγείται για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης είναι δυο μαγικοί «τόποι» που μας επιτρέπουν να ξαναβρούμε την χαμένη μας παιδικότητα. Πριν η ματιά μας αλλοιωθεί από την ανάγκη να μεγαλώσουμε και να ενηλικιωθούμε πιστεύαμε ότι υπάρχουν δυο κόσμοι, ένας της Μπαρτσελόνα και ένας της Ρεάλ. Όποιο παιδί είχε ξεκαθαρίσει μέσα του αν είναι με τη Μπαρτσελόνα ή τη Ρεάλ Μαδρίτης είχε εξηγήσεις για όλα τα μυστήρια του κόσμου. Δε μιλάω για «καλό» και «κακό», αλλά για παιδικές ιδεοληψίες που όταν τις είχαμε δεν ξέραμε καν ότι είναι τέτοιες!
Πριν χρόνια είχα κάνει ένα πρόχειρο γκάλοπ μεταξύ των φίλων μου για να καταλάβω πώς τις έβλεπαν, όταν ήταν παιδιά: Όλοι συμφώνησαν ότι έτσι τις βλέπουν ακόμα. Είχα γράψει τότε ότι η Ρεάλ Μαδρίτης είναι για τους πιστούς της η εξουσία που κερδίζει. Η αποτελεσματικότητα. Η επιτυχία. Η αίσθηση της ανάγκης να υπάρχει σε όλα τα πράγματα μια τελική επικράτηση.
Η κατάκτηση της κορυφής. Ο θρίαμβος. Η εκστρατεία. Η ομορφιά του κλασσικού κάδρου. Ο ακαδημαϊσμός. Η Μπαρτσελόνα, από την άλλη, αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή σε κάτι που σε ξεπερνά και ταυτόχρονα σε γεμίζει. Είναι η ανακούφιση που νιώθεις όταν νομίζεις ότι όλα πάνε στραβά. Το «κόλλημα» και η σαγήνη. Η επιβράβευση του κατορθώματος. Ο φόβος ότι όλα μπορεί να διαλυθούν αν δεν προσέξεις. Η φαντασία. Η μποεμ ζωή. Το παιχνίδι της έμπνευσης. Η γοητεία που σε μαγνητίζει ανεξήγητα.
Δεν ξέρω αν οι δύο ομάδες, στο πέρασμα των χρόνων, έκαναν τιτάνιες προσπάθειες να κρατηθούν διαφορετικές. Η ουσία είναι ότι έτσι τις θέλουμε: Ανταγωνιστικά εχθρικές και απόμακρες. Χρόνια τώρα, σε κάθε ευκαιρία, υπενθυμίζω ότι οι δυο παραμένουν (ίσως στο μυαλό μας και μόνο) φορείς διαφορετικών προσεγγίσεων για το τι είναι καλό και τι δεν είναι. Τι αξίζει και πώς αξίζει. Τι είναι πρέπον και τι όχι.
Η Ρεάλ υπηρετεί, μέσω της τέχνης της εξουσίας της, τη λογική των τίτλων -υπάρχει για να είναι πρώτη. Η Μπαρτσελόνα υπηρετεί μέσω της λογικής της την εξουσία της τέχνης, υπάρχει για να είναι πιο όμορφη, ίσως και πιο αγαπησιάρα. Η Ρεάλ είναι κυρία, κοσμοπολίτισσα, μάγκισσα, σχεδόν ψαρωτική. Η Μπαρτσελόνα είναι ναζιάρα, καλοκακομαθημένη έτοιμη να κερδίσει το βλέμμα σου για να σου χαρίσει ευτυχία και πίκρες.
Ο δεύτερος λόγος που ο Έλληνας ποδοσφαιρόφιλος δεν έχασε λεπτό από τις συνεχείς αναμετρήσεις τους είναι ότι βλέπει σε αυτές το ποδόσφαιρο όπως θα ήθελε να είναι – κάτι, δηλαδή, που στην Ελλάδα του λείπει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλοπρέπειες του «Μπερναμπέου» και του «Καμπ Νου» έρχονταν την ώρα που το ελληνικό μας ποδόσφαιρο καταβαραθρώνονταν.
Η βία και η αδυναμία της Πολιτείας να επέμβει και να σταματήσει την κατρακύλα του το οδηγεί στην απαξίωση, την ώρα που το el classicο έλαμπε. Ακούω ότι έχουμε το ποδόσφαιρο που μας ταιριάζει: Δεν θα συμφωνήσω. Οι θεαματικότητες των ματς της Μπάρτσα και της Ρεάλ καταδεικνύουν ότι ο πολύς κόσμος αγαπάει το σπορ και όχι τους τραμπούκους που στην Ελλάδα το εκπροσωπούν σπάζοντας γήπεδα.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα το φτιάξει ο Νηκιτιάδης και δε νομίζω ότι ο Γερουλάνος μπορεί να λύσει τα προβλήματά του: Μπορούν να το βελτιώσουν μόνο οι ομάδες αν καταλάβουν ότι πρέπει να συνεργαστούν για να το αναβαθμίσουν ως προϊόν. Μόνο η δική τους συνεργασία και η δική τους θέληση μπορεί να σταθεί αιτία να δούμε ένα πρωτάθλημα της προκοπής: τίποτα άλλο.
Παντού όπου υπήρχαν προβλήματα βίας και αναξιοπιστίας αυτά τα έλυσε η αναβάθμιση του πρωταθλήματος, η ανάπτυξη, η στρατηγική της δημιουργίας ομάδων ελκυστικών που υπόσχονται στον κόσμο ότι θα γίνει κοινωνός σε κάτι σπουδαίο. Με τους παράγοντες που έχουμε στην Ελλάδα και τα μυαλά που κουβαλάνε αποκλείεται να γίνει προκοπή. Το σύστημα που
τελεί υπο κατάρρευση θα διαλυθεί τελείως αν δεν αλλάξουν μυαλά και δεν διορθώσουν κυρίως τη συμπεριφορά και τα χούγια τους.
Ο ΠΑΟ δεν ανταγωνίζεται τον Ολυμπιακό και η ΑΕΚ δεν έχει αντίπαλο τον ΠΑΟΚ: Συνεταίροι θα ‘πρεπε να είναι όλοι αυτοί. O ανταγωνιστής τους είναι η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα, όσοι τιμούν το ποδόσφαιρο και σε αναγκάζουν να το αγαπάς. Αλλά τι λέω τώρα – ποιος να τα καταλάβει αυτά εδώ που ζούμε…
aixmi.gr
Αντώνης Καρπετόπουλος
Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο τηλεθεατές παρακολούθησαν την περασμένη Τρίτη, στο Mega, το τελευταίο ντέρμπι Μπαρτσελόνα – Ρεάλ: Το νούμερο είναι εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι η υπόθεση -πρόκριση είχε κριθεί στο «Μπερναμπέου» μια εβδομάδα πριν, όταν ο Μέσι πέτυχε δυο γκολ κι ο Πεπ Γκουαρντιόλα γύρισε στην Καταλονία με τιμές πρωθυπουργού.
Κι, όμως, οι Έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι καθηλώθηκαν. Και μολονότι το ματς που έγινε μέσα στη βροχή δεν ήταν καλό, δεν το εγκατέλειψαν και συνέχισαν να το συζητάνε και την επόμενη μέρα, εστιάζοντας είτε στο σκληρό παιγνίδι της Ρεάλ είτε στα λάθη του διαιτητή που αδίκησε λίγο τη Βασίλισσα.
Αυτή η επιμονή εξηγείται για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης είναι δυο μαγικοί «τόποι» που μας επιτρέπουν να ξαναβρούμε την χαμένη μας παιδικότητα. Πριν η ματιά μας αλλοιωθεί από την ανάγκη να μεγαλώσουμε και να ενηλικιωθούμε πιστεύαμε ότι υπάρχουν δυο κόσμοι, ένας της Μπαρτσελόνα και ένας της Ρεάλ. Όποιο παιδί είχε ξεκαθαρίσει μέσα του αν είναι με τη Μπαρτσελόνα ή τη Ρεάλ Μαδρίτης είχε εξηγήσεις για όλα τα μυστήρια του κόσμου. Δε μιλάω για «καλό» και «κακό», αλλά για παιδικές ιδεοληψίες που όταν τις είχαμε δεν ξέραμε καν ότι είναι τέτοιες!
Πριν χρόνια είχα κάνει ένα πρόχειρο γκάλοπ μεταξύ των φίλων μου για να καταλάβω πώς τις έβλεπαν, όταν ήταν παιδιά: Όλοι συμφώνησαν ότι έτσι τις βλέπουν ακόμα. Είχα γράψει τότε ότι η Ρεάλ Μαδρίτης είναι για τους πιστούς της η εξουσία που κερδίζει. Η αποτελεσματικότητα. Η επιτυχία. Η αίσθηση της ανάγκης να υπάρχει σε όλα τα πράγματα μια τελική επικράτηση.
Η κατάκτηση της κορυφής. Ο θρίαμβος. Η εκστρατεία. Η ομορφιά του κλασσικού κάδρου. Ο ακαδημαϊσμός. Η Μπαρτσελόνα, από την άλλη, αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή σε κάτι που σε ξεπερνά και ταυτόχρονα σε γεμίζει. Είναι η ανακούφιση που νιώθεις όταν νομίζεις ότι όλα πάνε στραβά. Το «κόλλημα» και η σαγήνη. Η επιβράβευση του κατορθώματος. Ο φόβος ότι όλα μπορεί να διαλυθούν αν δεν προσέξεις. Η φαντασία. Η μποεμ ζωή. Το παιχνίδι της έμπνευσης. Η γοητεία που σε μαγνητίζει ανεξήγητα.
Δεν ξέρω αν οι δύο ομάδες, στο πέρασμα των χρόνων, έκαναν τιτάνιες προσπάθειες να κρατηθούν διαφορετικές. Η ουσία είναι ότι έτσι τις θέλουμε: Ανταγωνιστικά εχθρικές και απόμακρες. Χρόνια τώρα, σε κάθε ευκαιρία, υπενθυμίζω ότι οι δυο παραμένουν (ίσως στο μυαλό μας και μόνο) φορείς διαφορετικών προσεγγίσεων για το τι είναι καλό και τι δεν είναι. Τι αξίζει και πώς αξίζει. Τι είναι πρέπον και τι όχι.
Η Ρεάλ υπηρετεί, μέσω της τέχνης της εξουσίας της, τη λογική των τίτλων -υπάρχει για να είναι πρώτη. Η Μπαρτσελόνα υπηρετεί μέσω της λογικής της την εξουσία της τέχνης, υπάρχει για να είναι πιο όμορφη, ίσως και πιο αγαπησιάρα. Η Ρεάλ είναι κυρία, κοσμοπολίτισσα, μάγκισσα, σχεδόν ψαρωτική. Η Μπαρτσελόνα είναι ναζιάρα, καλοκακομαθημένη έτοιμη να κερδίσει το βλέμμα σου για να σου χαρίσει ευτυχία και πίκρες.
Ο δεύτερος λόγος που ο Έλληνας ποδοσφαιρόφιλος δεν έχασε λεπτό από τις συνεχείς αναμετρήσεις τους είναι ότι βλέπει σε αυτές το ποδόσφαιρο όπως θα ήθελε να είναι – κάτι, δηλαδή, που στην Ελλάδα του λείπει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλοπρέπειες του «Μπερναμπέου» και του «Καμπ Νου» έρχονταν την ώρα που το ελληνικό μας ποδόσφαιρο καταβαραθρώνονταν.
Η βία και η αδυναμία της Πολιτείας να επέμβει και να σταματήσει την κατρακύλα του το οδηγεί στην απαξίωση, την ώρα που το el classicο έλαμπε. Ακούω ότι έχουμε το ποδόσφαιρο που μας ταιριάζει: Δεν θα συμφωνήσω. Οι θεαματικότητες των ματς της Μπάρτσα και της Ρεάλ καταδεικνύουν ότι ο πολύς κόσμος αγαπάει το σπορ και όχι τους τραμπούκους που στην Ελλάδα το εκπροσωπούν σπάζοντας γήπεδα.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα το φτιάξει ο Νηκιτιάδης και δε νομίζω ότι ο Γερουλάνος μπορεί να λύσει τα προβλήματά του: Μπορούν να το βελτιώσουν μόνο οι ομάδες αν καταλάβουν ότι πρέπει να συνεργαστούν για να το αναβαθμίσουν ως προϊόν. Μόνο η δική τους συνεργασία και η δική τους θέληση μπορεί να σταθεί αιτία να δούμε ένα πρωτάθλημα της προκοπής: τίποτα άλλο.
Παντού όπου υπήρχαν προβλήματα βίας και αναξιοπιστίας αυτά τα έλυσε η αναβάθμιση του πρωταθλήματος, η ανάπτυξη, η στρατηγική της δημιουργίας ομάδων ελκυστικών που υπόσχονται στον κόσμο ότι θα γίνει κοινωνός σε κάτι σπουδαίο. Με τους παράγοντες που έχουμε στην Ελλάδα και τα μυαλά που κουβαλάνε αποκλείεται να γίνει προκοπή. Το σύστημα που
τελεί υπο κατάρρευση θα διαλυθεί τελείως αν δεν αλλάξουν μυαλά και δεν διορθώσουν κυρίως τη συμπεριφορά και τα χούγια τους.
Ο ΠΑΟ δεν ανταγωνίζεται τον Ολυμπιακό και η ΑΕΚ δεν έχει αντίπαλο τον ΠΑΟΚ: Συνεταίροι θα ‘πρεπε να είναι όλοι αυτοί. O ανταγωνιστής τους είναι η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα, όσοι τιμούν το ποδόσφαιρο και σε αναγκάζουν να το αγαπάς. Αλλά τι λέω τώρα – ποιος να τα καταλάβει αυτά εδώ που ζούμε…
aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου