Ρεπορτάζ : Δημήτρης Δανίκας
(από ΤΑ ΝΕΑ)
Δύο τα αξεπέραστα και κορυφαία Westerns όλων των εποχών. Πρώτα το «Wild Βunch» («Η άγρια συμμορία») του Σαμ Πέκινπα και του 1969. Και μια ανάσα κοντά «Unforgiven» («Οι ασυγχώρητοι») του Κλιντ Ιστγουντ και του 1992. Πριν απ΄ αυτά προϋπήρξαν τα κλασικά, τα θρυλικά, τα...
σπαγκέτι και τα γνωστά. Μετά το χάος! Ο Κλιντ όσο μεγαλώνει τόσο κοντά πλησιάζει στο επίπεδο των σοφών σκηνοθετών. Με πατημένα τα ογδόντα αλλά με δύο επερχόμενες ταινίες να καταφθάνουν να ραντίσουν εμάς τους κοινούς θνητούς. Η πρώτη, το «Ηereafter», θα εξέλθει τον χειμώνα. Η δεύτερη, το «Ηoover», το 2012. Την περιμένω πώς και πώς. Πρόκειται για βιογραφία του Τ. Εντγκαρ Χούβερ (1895-1972), αφεντικού του FΒΙ, που εκτός από δημοκρατικούς, σοσιαλιστές, αμφισβητίες και εν γένει ανυπάκουους πολίτες είχε φακελώσει και τη γιαγιά του, που λέει ο λόγος.
Ο Κλιντ λοιπόν μια ολόκληρη δεκαετία, από το 1955 μέχρι το 1964, περιφερόταν από μαλακία σε μαλακία. Φώναζε στον βοηθό του ο σκηνοθέτης, «ρε συ, ποιος είναι αυτός ο ακούνητος κρεμανταλάς (1,88 παρακαλώ) που χαλάει το κάδρο; Για βγάλ΄ τον γιατί θα σου κόψω και τα δύο ποδάρια». Ώσπου το 1964 αναλαμβάνει πρώτο ρόλο στο «Ρer un Ρugno di dollari» («Για μια χούφτα δολάρια»). Επακολουθούν άλλα δύο με ανώτερο το «Ιl Βuono, il Βrutto, Ιl Cattivo» («Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»), κι έτσι το 1967 το ξυλάγγουρο επιστρέφει ως ήρωας στα πάτρια εδάφη του Gallifornia dream. Από τότε ανάβει κάθε μέρα μια λαμπάδα στο μπόι του Σέρτζιο Λεόνε (1929-1989). Που λέει ο λόγος. Τέσσερα χρόνια αργότερα υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία (fiction) με τον τίτλο «Ρlay Μisty for me» («Η νύχτα της εκδίκησης»). Επακολουθούν καμιά τριανταριά δικές του σκηνοθεσίες, μερικές μέσα στα αριστουργήματα του Αmerican Cinema. Από κοντά και μια θηριώδης συγκομιδή υποψηφιοτήτων με τέσσερα Οσκαρ. Δύο το 2003 (καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) για το «Unforgiven» και δύο το 2005, της ίδιας κατηγορίας για το «Μillon dollar baby». Το πρώτο που εξετάζει κάποιος σκηνοθέτης με σώας τα φρένας είναι το σενάριο. Κοινή λογική. Αυτό που δεν διαθέτουν οι Νεοέλληνες. Ο Κλιντ διαβάζει το σενάριο του Ντέιβιντ Γουέμπ Ρeoples και παραλίγο να πέσει χάμω. Αυτός ο περίφημος γραφιάς, την ίδια χρονιά με το «Unforgiven» που του χάρισε ένα Οσκαρ, έβλεπε δύο άλλες ιστορίες στις οποίες είχε συμμετάσχει ως σεναρίστας να σουλατσάρουν στις αμερικανικές αίθουσες. Το «Βlade runner» («Ομάδα εξόντωσης») του Ρίντλεϊ Σκοτ, η οποία είχε ξαναβγεί σε κυκλοφορία, και τον «Ηero» («Κατά λάθος ήρωας») του Στίβεν Φρίαρς με τον Ντάστιν Χόφμαν. Το δεύτερο που εξετάζει ένας κανονικός σκηνοθέτης είναι το cast. Για το εαυτό του κρατάει τον ρόλο ενός old man pistolero που είχε αποτραβηχτεί σε μια φάρμα αλλά που τίποτα δεν τον κρατάει εκεί. Τον λένε Ουίλιαμ Μάνι και όταν αποφασίζει να ξεκρεμάσει τα κουμπούρια του ο Εγκέλαδος αρχίζει και τρομάζει. Τον δεύτερο ρόλο, του Λιτλ Μπιλ Ντάτζετ, σερίφη μιας κωμόπολης με το όνομα Βig Whisky, τον εμπιστεύεται στον Τζιν Χάκμαν. Συνομήλικος του Κλιντ, φοβερό εργαλείο με δύο Οσκαρ. Το 1972 για τον «Ανθρωπο από τη Γαλλία». Το δεύτερο, για τους «Ασυγχώρητους». Το λάθος που διαπράττει ο Λιτλ Μπιλ Ντάτζετ είναι πως δεν τιμωρεί όσο πρέπει έναν cowboy που έκανε κομμάτια μια πόρνη. Τον τρίτο ρόλο τον αναθέτει στον Μόργκαν Φρίμαν. Περίπου εφτά χρόνια μικρότερος από τον Κλιντ. Κι αυτός με Οσκαρ δεύτερου ρόλου για το «Μillion dollar baby» Ο Μόργκαν λοιπόν είναι ο Νεντ Λόγκαν, ο κολλητός του Μπιλ Μάνι. Δηλαδή κουμπούρια επί δύο. Ο τέταρτος της παρέας, συνομήλικος κι αυτός με τον Κλιντ και τον Τζιν, αν και εγκατέλειψε το 2002, είναι ο βρετανός Ρίτσαρντ Χάρις. Με δύο υποψηφιότητες: Η πρώτη το 1964 για το αλησμόνητο «Τhis sporting Life» («Η τιμή ενός ανθρώπου») του Λίντσεϊ Αντερσον και του Free Cinema, την αγγλική εκδοχή της γαλλικής Νouvelle Vague. Η δεύτερη, το 1991, για το «Χωράφι» («Τhe Field») του Τζιμ Σέρινταν. Με έναν λόγο, τέσσερις εξηντάρηδες με το σύνθημα «Δεν πεθάναμε ακόμα κουφάλα νεκροθάφτη»! Το τρίτο και τελευταίο που εξετάζει και ρυθμίζει ένας μεγάλος, πολύ μεγάλος Filmmaker είναι η σκηνοθεσία. Εδώ δίνει τα ρέστα του. Η φωτογραφία σαν πίνακες ζωγραφικής, o ρεαλισμός να ανεβάζει τον πυρετό και να τρέχουν σταγόνες ιδρώτα από τους τοίχους και το πανί. Και η ρυθμολογία των σκηνών, ιδιαίτερα των μονομαχιών, να καλπάζει σαν αραβικό άτι σε αγώνες με τρόπαιο μερικά σακιά χρυσάφι. Το παροιμιώδες «Κill the sons of bitches» μεταμορφώνεται σε ποίημα, που πάνω του τα εξάσφαιρα έχουν ανοίξει κουμπότρυπες για να παίρνει αέρα ο θεατής. Τουτέστιν, Μasterpiece!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου