Η Σία Κοσιώνη γράφει για την Χρυσή Αυγή, τα επεισόδια που συμβαίνουν κατά καιρούς εκφράζει ελεύθερα την γνώμη της!
«Είχε περάσει λίγη ώρα από το ιστορικό τηλεοπτικό μπουκέτο στη Λιάνα Κανέλλη. Δεν είχα προλάβει να βγω από το ραδιοφωνικό στούντιο και χτύπησε το τηλέφωνό μου.
Στην άλλη άκρη, άνθρωπος του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος, σε κατάσταση ημι-υστερίας- με κατσάδιαζε που τα είχα ρίξει «χοντρά» στους Χρυσαυγίτες. «Τι είναι αυτά που λες; Δε φοβάσαι; Μην τυχόν και το ξανακάνεις και σε βρούμε πουθενά...» Η αντίδρασή μου ήταν έντονη και κατηγορηματική.
Εδώ και καιρό, φίλοι και γνωστοί μου περιγράφουν πώς συγγενείς ή φίλοι τους ζήτησαν και έλαβαν τη βοήθεια της Χρυσής Αυγής για μία σειρά από ζητήματα. Μου ζητούν, όμως, να μην πω τίποτα, μην τυχόν και βρουν κανένα μπελά κι αυτοί και οι δικοί τους.
Προ ολίγων ημερών συνάδελφός μου, μου περιέγραφε πώς γνωστός του υποδύθηκε μέλος της Χρυσής Αυγής για να φοβερίσει κάποιον που χρωστούσε χρήματα στην αδελφή του. Με παρακάλεσε να μην το αναφέρω πουθενά, μην τυχόν και μπλέξει κανείς.
Χθες, άνθρωπος την κρίση του οποίου εμπιστεύομαι απόλυτα, με αποθάρρυνε από το να μοιραστώ δημοσίως μία μικρή, γλυκιά ιστορία, της οποίας έτυχε να είμαι πρωταγωνίστρια. «Θα σου την πέσουνε», μου είπε. Και, δυστυχώς, ίσως έχει δίκιο.
Αποφάσισα, όμως, να μην τον ακούσω και να σας τη διηγηθώ. Όχι γιατί νιώθω ότι έκανα κάτι σπουδαίο, ούτε επειδή από την ιστορία αυτή μπορεί κανείς να βγάλει γενικά συμπεράσματα, αλλά επειδή πιστεύω βαθιά, πως όταν αρχίσω να φοβάμαι, θα έχω ηττηθεί.
Και για έναν άλλο λόγο. Επειδή μέσα σε λίγες ώρες έζησα ένα στόρι που συνέτριψε τους φασιστικούς αφορισμούς και τις επικίνδυνες γενικεύσεις που ακούω να εκστομίζονται τον τελευταίο καιρό.
Οδηγούσα, λοιπόν για να πάω στη δουλειά. Στο ραδιοφωνικό αέρα δύο συνάδελφοι προσπαθούσαν να στριμώξουν έναν βουλευτή της Χρυσής Αυγής που με περισσή άνεση έδινε πρωτόγνωρες ερμηνείες στους ελληνικούς νόμους, σκορπώντας άφθονο ρατσιστικό δηλητήριο στα ερτζιανά.
Σε μια στροφή βλέπω κάτι να πέφτει από την τσέπη ενός άνδρα που οδηγούσε ένα παπί. Του κορνάρω. Πού να καταλάβει; Βλέπω ότι με παίρνει να σταματήσω, ανοίγω την πόρτα και το μαζεύω. Είναι ένα κινητό. Φθηνό και παλιάς τεχνολογίας. Πατάω γκάζι να τον προλάβω, αλλά κολλάω στην κίνηση και αυτός γίνεται καπνός.
Λίγη ώρα αργότερα αρχίζω να το περιεργάζομαι. Με το που ανοίγω το μενού, αντιλαμβάνομαι ότι ανήκει σε αλλοδαπό. Αφγανό; Πακιστανό; Κάτι τέτοιο. Αποφασίζω να ασχοληθώ μαζί του αργότερα γιατί βιάζομαι. Θεωρώ αυτονόητο πως, σε όποιον και αν ανήκει, καθήκον μου είναι να το επιστρέψω. Τι σημασία έχει τίνος είναι και από πού είναι;
Όταν το ξαναέπιασα στα χέρια μου λίγες ώρες μετά, βρήκα δεκάδες αναπάντητες κλήσεις. Μεταξύ τους κάμποσες κλήσεις από έναν Ρασίντ. Καλώ πίσω. Ευτυχώς μιλάει καλά ελληνικά.
Του εξηγώ τι έχει συμβεί κι εκείνος μου λέει ότι είναι φίλος του κατόχου και ότι είχε ανησυχήσει φοβερά που δεν τον έβρισκε από το πρωί. Να μην μακρηγορώ, ο Ρασίντ μου εξήγησε πού θα βρω το φίλο του τον Μαχάλ. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Πήρα το αυτοκίνητο, τον αναζήτησα εκεί που μου είπε ο Ρασίντ και τον βρήκα.
Πακιστανός. Εργαζόμενος ή ιδιοκτήτης -δεν κατάλαβα- μίας μικρής επιχείρησης σε κεντρικό δρόμο του Πειραιά. Ο Μαχάλ έμοιαζε να μην το πιστεύει. Με ευχαρίστησε αμέτρητες φορές και με πίεζε να δεχτώ ως δώρο τη συσκευή, αφού αυτό που τον ένοιαζε ήταν μόνο η κάρτα SIM με τις επαφές του. Αφού δε δέχτηκα άρχισε να με πιέζει να πάρω κάτι από το μαγαζί. Επέμεινα στην άρνησή μου. Αφού είδε και αποείδε, μου είπε, αν ποτέ μπορεί να μου φανεί κάπου χρήσιμος να μη διστάσω να του το ζητήσω.
Τι λέει αυτή η ιστοριούλα;
Τίποτα σπουδαίο.
Ότι μαζί με τους κακούς Μαχάλ, υπάρχουν και καλοί Μαχάλ.
Ότι μαζί με τους παράνομους Μαχάλ, υπάρχουν και νόμιμοι Μαχάλ.
Και ότι δε φταίει ο καλός Μαχάλ για όλους τους κακούς Μαχάλ, ούτε φταίει που γέμισε η Ελλάδα παράνομους καλούς και κακούς Μαχάλ.
Στην εποχή της ανθοφορίας της Χρυσής Αυγής, ο Μαχάλ πρέπει να φοβάται που είναι Μαχάλ κι εγώ να φοβάμαι που μιλάω για το Μαχάλ.
Λυπάμαι, αλλά δε θα κάνω σε κανέναν τη χάρη.
Δεν το δέχομαι, αλλά κατανοώ γιατί κάποιοι αποφασίζουν να λύσουν τα προβλήματά τους διά της Χρυσής Αυγής.
Δεν το δέχομαι, αλλά αντιλαμβάνομαι πώς η αγανάκτηση απέναντι στην ανεπαρκή πολιτεία έχει κάνει πολλούς να ευλογούν τις πρακτικές και τις μεθόδους της.
Επιτρέψτε μου όμως να μη φοβάμαι κιόλας να δηλώσω ανοιχτά την απέχθειά μου. Μαζί και τη βαθιά μου ανησυχία πως αν συνεχίσουμε έτσι, πολύ σύντομα ο φόβος θα χτυπήσει τις πόρτες και των χειροκροτητών και των απαθών.
Το ότι επί δεκαετίες επιτρέψαμε σε κάποιους να τραυματίσουν τη Δημοκρατία, δε σημαίνει ότι θα αφήσουμε τώρα κάποιους άλλους να την αποτελειώσουν».
(aixmi)
«Είχε περάσει λίγη ώρα από το ιστορικό τηλεοπτικό μπουκέτο στη Λιάνα Κανέλλη. Δεν είχα προλάβει να βγω από το ραδιοφωνικό στούντιο και χτύπησε το τηλέφωνό μου.
Στην άλλη άκρη, άνθρωπος του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος, σε κατάσταση ημι-υστερίας- με κατσάδιαζε που τα είχα ρίξει «χοντρά» στους Χρυσαυγίτες. «Τι είναι αυτά που λες; Δε φοβάσαι; Μην τυχόν και το ξανακάνεις και σε βρούμε πουθενά...» Η αντίδρασή μου ήταν έντονη και κατηγορηματική.
Εδώ και καιρό, φίλοι και γνωστοί μου περιγράφουν πώς συγγενείς ή φίλοι τους ζήτησαν και έλαβαν τη βοήθεια της Χρυσής Αυγής για μία σειρά από ζητήματα. Μου ζητούν, όμως, να μην πω τίποτα, μην τυχόν και βρουν κανένα μπελά κι αυτοί και οι δικοί τους.
Προ ολίγων ημερών συνάδελφός μου, μου περιέγραφε πώς γνωστός του υποδύθηκε μέλος της Χρυσής Αυγής για να φοβερίσει κάποιον που χρωστούσε χρήματα στην αδελφή του. Με παρακάλεσε να μην το αναφέρω πουθενά, μην τυχόν και μπλέξει κανείς.
Χθες, άνθρωπος την κρίση του οποίου εμπιστεύομαι απόλυτα, με αποθάρρυνε από το να μοιραστώ δημοσίως μία μικρή, γλυκιά ιστορία, της οποίας έτυχε να είμαι πρωταγωνίστρια. «Θα σου την πέσουνε», μου είπε. Και, δυστυχώς, ίσως έχει δίκιο.
Αποφάσισα, όμως, να μην τον ακούσω και να σας τη διηγηθώ. Όχι γιατί νιώθω ότι έκανα κάτι σπουδαίο, ούτε επειδή από την ιστορία αυτή μπορεί κανείς να βγάλει γενικά συμπεράσματα, αλλά επειδή πιστεύω βαθιά, πως όταν αρχίσω να φοβάμαι, θα έχω ηττηθεί.
Και για έναν άλλο λόγο. Επειδή μέσα σε λίγες ώρες έζησα ένα στόρι που συνέτριψε τους φασιστικούς αφορισμούς και τις επικίνδυνες γενικεύσεις που ακούω να εκστομίζονται τον τελευταίο καιρό.
Οδηγούσα, λοιπόν για να πάω στη δουλειά. Στο ραδιοφωνικό αέρα δύο συνάδελφοι προσπαθούσαν να στριμώξουν έναν βουλευτή της Χρυσής Αυγής που με περισσή άνεση έδινε πρωτόγνωρες ερμηνείες στους ελληνικούς νόμους, σκορπώντας άφθονο ρατσιστικό δηλητήριο στα ερτζιανά.
Σε μια στροφή βλέπω κάτι να πέφτει από την τσέπη ενός άνδρα που οδηγούσε ένα παπί. Του κορνάρω. Πού να καταλάβει; Βλέπω ότι με παίρνει να σταματήσω, ανοίγω την πόρτα και το μαζεύω. Είναι ένα κινητό. Φθηνό και παλιάς τεχνολογίας. Πατάω γκάζι να τον προλάβω, αλλά κολλάω στην κίνηση και αυτός γίνεται καπνός.
Λίγη ώρα αργότερα αρχίζω να το περιεργάζομαι. Με το που ανοίγω το μενού, αντιλαμβάνομαι ότι ανήκει σε αλλοδαπό. Αφγανό; Πακιστανό; Κάτι τέτοιο. Αποφασίζω να ασχοληθώ μαζί του αργότερα γιατί βιάζομαι. Θεωρώ αυτονόητο πως, σε όποιον και αν ανήκει, καθήκον μου είναι να το επιστρέψω. Τι σημασία έχει τίνος είναι και από πού είναι;
Όταν το ξαναέπιασα στα χέρια μου λίγες ώρες μετά, βρήκα δεκάδες αναπάντητες κλήσεις. Μεταξύ τους κάμποσες κλήσεις από έναν Ρασίντ. Καλώ πίσω. Ευτυχώς μιλάει καλά ελληνικά.
Του εξηγώ τι έχει συμβεί κι εκείνος μου λέει ότι είναι φίλος του κατόχου και ότι είχε ανησυχήσει φοβερά που δεν τον έβρισκε από το πρωί. Να μην μακρηγορώ, ο Ρασίντ μου εξήγησε πού θα βρω το φίλο του τον Μαχάλ. Δεν το σκέφτηκα καθόλου. Πήρα το αυτοκίνητο, τον αναζήτησα εκεί που μου είπε ο Ρασίντ και τον βρήκα.
Πακιστανός. Εργαζόμενος ή ιδιοκτήτης -δεν κατάλαβα- μίας μικρής επιχείρησης σε κεντρικό δρόμο του Πειραιά. Ο Μαχάλ έμοιαζε να μην το πιστεύει. Με ευχαρίστησε αμέτρητες φορές και με πίεζε να δεχτώ ως δώρο τη συσκευή, αφού αυτό που τον ένοιαζε ήταν μόνο η κάρτα SIM με τις επαφές του. Αφού δε δέχτηκα άρχισε να με πιέζει να πάρω κάτι από το μαγαζί. Επέμεινα στην άρνησή μου. Αφού είδε και αποείδε, μου είπε, αν ποτέ μπορεί να μου φανεί κάπου χρήσιμος να μη διστάσω να του το ζητήσω.
Τι λέει αυτή η ιστοριούλα;
Τίποτα σπουδαίο.
Ότι μαζί με τους κακούς Μαχάλ, υπάρχουν και καλοί Μαχάλ.
Ότι μαζί με τους παράνομους Μαχάλ, υπάρχουν και νόμιμοι Μαχάλ.
Και ότι δε φταίει ο καλός Μαχάλ για όλους τους κακούς Μαχάλ, ούτε φταίει που γέμισε η Ελλάδα παράνομους καλούς και κακούς Μαχάλ.
Στην εποχή της ανθοφορίας της Χρυσής Αυγής, ο Μαχάλ πρέπει να φοβάται που είναι Μαχάλ κι εγώ να φοβάμαι που μιλάω για το Μαχάλ.
Λυπάμαι, αλλά δε θα κάνω σε κανέναν τη χάρη.
Δεν το δέχομαι, αλλά κατανοώ γιατί κάποιοι αποφασίζουν να λύσουν τα προβλήματά τους διά της Χρυσής Αυγής.
Δεν το δέχομαι, αλλά αντιλαμβάνομαι πώς η αγανάκτηση απέναντι στην ανεπαρκή πολιτεία έχει κάνει πολλούς να ευλογούν τις πρακτικές και τις μεθόδους της.
Επιτρέψτε μου όμως να μη φοβάμαι κιόλας να δηλώσω ανοιχτά την απέχθειά μου. Μαζί και τη βαθιά μου ανησυχία πως αν συνεχίσουμε έτσι, πολύ σύντομα ο φόβος θα χτυπήσει τις πόρτες και των χειροκροτητών και των απαθών.
Το ότι επί δεκαετίες επιτρέψαμε σε κάποιους να τραυματίσουν τη Δημοκρατία, δε σημαίνει ότι θα αφήσουμε τώρα κάποιους άλλους να την αποτελειώσουν».
(aixmi)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου