Μετά το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, ο τρόπος με τον οποίο είχαμε μάθει να δραστηριοποιούμαστε επιχειρηματικά τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και κάθε εμπορική πρακτική, θα αλλάξουν άρδην ενώ η πρωτοφανής ύφεση στην οποία έχει βρεθεί η ελληνική οικονομία, έχει επηρεάσει......
όλους τους τομείς της αγοράς.
Είναι σαφές ότι μία από τις αιτίες αυτής της κατάστασης, παρά την επανακεφαλαιοποίηση των 30 δις, είναι η αποδυνάμωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά και η απόλυτη απαξίωση των εγγυητικών των ελληνικών τραπεζών. Το πρόβλημα ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας δεν θα περιοριστεί μόνο στις ανάγκες χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στο κομμάτι του εξωτερικού εμπορίου, το οποίο θα τα μετακυλήσει στην εσωτερική αγορά.
Τόσο για τις εισαγωγές, όσο και τις εξαγωγές οι εγγυητικές των ελληνικών τραπεζών είναι απαραίτητες είτε για πληρωμή, είτε για καλή εκτέλεση μιας παραγγελίας. Δυστυχώς, μετά την ελεγχόμενη χρεοκοπία αυτές θα καταλήξουν «κουρελόχαρτα», όταν οι δικαιούχοι είναι Έλληνες, και θα θεωρούνται πλέον και επίσημα από τους οίκους του εξωτερικού κατά το ήμισυ αναξιόπιστα και αφερέγγυα. Θα χαθεί και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που έχει απομείνει για την ελληνική αγορά.
Ενδεχομένως, σε κάποιους άλλους κλάδους να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα, ωστόσο η συγκεκριμένη εξέλιξη χρειάζεται αρκετό χρόνο για να προκύψει, κάτι που μας αποκόπτει από τις διεθνείς εξελίξεις. Τόσο η χώρα μας όσο και η ελληνική επιχειρηματικότητα με τη «λύση του κουρέματος» του χρέους της στιγματίζονται διεθνώς για πολλά χρόνια και καθίστανται ο επιχειρηματικός παρίας του παγκόσμιου εμπορίου.
Το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατα 50%, αυτόματα σημαίνει και «κούρεμα» της εμπορικής δραστηριότητας, αφού πλέον λίγες επιχειρήσεις θα μπορούν να αγοράζουν με προέμβασμα ή πληρώνοντας μετρητοίς με την παραλαβή των παραγγελιών.
Η απόφαση της 27ης Οκτωβρίου ουσιαστικά επισημοποίησε την ελεγχόμενη χρεοκοπία της χώρας μας, αλλά οι απορίες μας για το αν τελικά το κούρεμα μας σώζει, τί σημαίνει για τη χώρα, για τους πολίτες, για την αγορά, για τις τράπεζες, για τα ασφαλιστικά ταμεία και με τι είδους ανταλλάγματα αποφεύχθηκε τελικά το «πιστωτικό γεγονός» παραμένουν αναπάντητες, τουλάχιστον μέχρι να γίνουν γνωστές οι τεχνικές λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων με τις τράπεζες.
Η ΕΣΕΕ θεωρεί απαξιωτικό ότι η Ελλάδα, δυστυχώς, αντιμετωπίστηκε σαν μια υπερχρεωμένη επιχείρηση η οποία εντάχθηκε στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό άρθρο 99 με την σύμφωνη γνώμη των δανειστών της και χαρακτηρίζει την τελική συμφωνία ως «το μη χείρον βέλτιστο».
όλους τους τομείς της αγοράς.
Είναι σαφές ότι μία από τις αιτίες αυτής της κατάστασης, παρά την επανακεφαλαιοποίηση των 30 δις, είναι η αποδυνάμωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά και η απόλυτη απαξίωση των εγγυητικών των ελληνικών τραπεζών. Το πρόβλημα ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας δεν θα περιοριστεί μόνο στις ανάγκες χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στο κομμάτι του εξωτερικού εμπορίου, το οποίο θα τα μετακυλήσει στην εσωτερική αγορά.
Αυτή η αντιμετώπιση θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα σε κλάδους του εμπορίου όπως του αυτοκινήτου, του ηλεκτρολογικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, των φαρμάκων, των τροφίμων, των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων, όπου οι αντίστοιχες επιχειρηματικές δραστηριότητες εξαρτώνται αποκλειστικά από εισαγωγές.
Ακόμα και αυτές που σήμερα μπορούν να το κάνουν, είναι άγνωστο για πόσο καιρό θα μπορέσουν να αντέξουν σε μια τέτοια διαδικασία αγοράς και πώλησης εμπορευμάτων. Είναι επίσης απορίας άξιο πώς θα μπορέσουν πλέον οι μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές, οι οποίες διαθέτουν τις εγγυητικές ευρωπαϊκών τραπεζών και τις «πλάτες» των μητρικών τους εταιρειών.
Καμία οικονομία δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθεί και να επανεκκινηθεί όταν οι βασικοί οικονομικοί δρώντες δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για να κινηθούν επιχειρηματικά. Ανάπτυξη χωρίς χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπάρξει. Η συμφωνία για μείωση κατά 100 δις του ελληνικού χρέους, η νέα δανειακή σύμβαση των 130 δις και η κεφαλαιακή υποστήριξη των ελληνικών τραπεζών με 30 δις μάλλον δεν αρκεί. Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα η ζημιά είναι τεράστια.
Σύμφωνα με υπολογισμούς τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που βρίσκονται στα χέρια τραπεζών εκτιμώνται στο ποσό των 45 δις (ονομαστική τιμή), επομένως το «κούρεμα» 50% σημαίνει για αυτές ζημία 22,5 δις. Με δεδομένη τη χαμηλή χρηματιστηριακή αξία τους, η οποία δεν ξεπερνάει τα 5 δις, οι ελληνικές τράπεζες θα αναζητήσουν τα επιπλέον κεφαλαία και την αύξηση της μετοχικής τους βάσης με έκδοση μετοχών που θα καλυφθούν, όπως φαίνεται, από το ποσό των 108 δις που προβλέπει η χθεσινή συμφωνία και επιπλέον θα αγοραστούν από το ελληνικό δημόσιο.
Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι εάν θα πρόκειται για προνομιούχες ή κοινές μετοχές. Στην πρώτη περίπτωση ο έλεγχος μένει στον ιδιωτικό τομέα ενώ στη δεύτερη ο έλεγχος περνάει στο κράτος. Σε αυτή την περίπτωση εντός διαστήματος 24 μηνών θα πρέπει να διατεθούν οι κοινές μετοχές οπότε ο πραγματικός έλεγχος θα περάσει τελικά στους δανειστές μας.
Ο κάθε μικρομεσαίος Έλληνας έμπορος, σαφώς προτιμά από την παύση πληρωμών και την ανεξέλεγκτη πτώχευση, την εθελοντική ελεγχόμενη χρεοκοπία, αλλά κανείς δεν συμμερίζεται ως λύση την απαξίωση, δεν θεωρεί την κατάληξη της συμφωνίας εθνική επιτυχία και δεν νοιώθει δικαιωμένος από το τελικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, πιστεύει ότι οδηγείται ανήμπορος να αντιδράσει σε μια μακρά περίοδο παραγωγικής αδράνειας και ιδιότυπης «επιχειρηματικής εφεδρείας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου