Tου Νικου Γ. Ξυδακη
Σιωπή απλώνεται στη χώρα. Σιωπή αναμονής, υπνωτική, απειλητική.
Τα Ι.Χ. έχουν αραιώσει, και τα Σαββατοκύριακα, τα ταξί σταθμεύουν στις πιάτσες άδεια, δεκάδες, εκατοντάδες, στους δρόμους πληθαίνουν οι σκουπιδοσυλλέκτες με καρότσια σούπερ μάρκετ, ζητιάνοι και μικροκλέφτες πολιορκούν τα υπαίθρια καφενεία, μικροπωλητές κουνάνε ευτελέστατα πραγματάκια στα μάτια αδιάφορων περαστικών, οι τιμές του καφέ είναι οι μόνες που αποπληθωρίστηκαν: «Ενα ευρώ φραπέ + νερό», «όλοι οι καφέδες 1,70».
Στον ευρύχωρο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις, την αμηχανία, τη συστολή, την κατήφεια. Σοκαρισμένοι, φέρνουμε στον νου εικόνες ευδαιμονισμού και υπερχειλίζουσας ζωτικότητας, λαμπερά πρόσωπα, στο όριο της προπέτειας, περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Η Θεσσαλονίκη, χωνευτήρι επαρχιών και φυλών, υλόφρων, καλοζωισμένη, τώρα μου φαίνεται συρρικνωμένη, αχτένιστη, ρυτιδωμένη, με σχισμένες αφίσες πάνω σε βιτρίνες σκοτεινών μαγαζιών με βουβά «ενοικιάζεται» και «πωλείται». Στα ηλιόλουστα πάρκα, στις ανοιχτές πλατείες, στην κινητική Αριστοτέλους, αντικρίζω κυρίως εφήβους και νέους, πιο ξέγνοιαστους αλλά μαζεμένους κι αυτούς, μεσήλικες απλανείς και αφηρημένους, έναν λαό ζαρωμένο, σε επιφυλακή, σε αναμονή. Μόνο τα παιδιά και οι νέοι δίνουν κίνηση ακόμη στην πόλη, μόνο αυτοί ζωηρεύουν τη χώρα.
Από τον αιφνιδιαστικό χειμώνα του '10 έχει περάσει ενάμισης χρόνος. Με περικοπές, ανεργία, μείωση εισοδήματος, ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων, υπερφορολόγηση, με χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις κατεστραμμένες. Η λιτότητα, οι περικοπές, η νέα φτώχεια, αντιμετωπίστηκαν με αξιοπερίεργη εγκαρτέρηση από τον λαό. Οι αντιδράσεις ήταν μετρημένες: περισσότερο μια βαθιά δυσπιστία και αναδίπλωση, παρά οργή και αντίδραση. Ηταν μια αναπάντεχα ώριμη αντίδραση, σχεδόν αποδοχή μιας δύσκολης μοίρας.
Σταδιακά όμως, μετά το σοκ, μετά τα αλλεπάλληλα σοκ, τη δυσπιστία διαδέχεται η κατήφεια, σταθερά εγκατεστημένη σε πρόσωπα και καθημερινή συμπεριφορά, μια θλίψη που απλώνεται ψιλή ψιλή, αδιόρατη, σε όλο τον δημόσιο χώρο, που ψύχει και επιβραδύνει ζωτικές λειτουργίες. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, δηλαδή ο μισός πληθυσμός, έχει ζαρώσει, κινείται στο ρελαντί, σαν να οικονομεί δυνάμεις ενώπιον του απρόοπτου, ή του αναπόφευκτου. Σαν να συσπειρώνεται το σώμα, για να απαλύνει τη σφοδρότητα της πρόσπτωσης.
Ακόμη και το ζάρωμα όμως, αυτή η αναδίπλωση, το σκυμμένο και κουλουριασμένο σώμα, φέρει τη δική του δυναμική. Πρόκειται για οικονομία, για προφύλαξη· δεν είναι μόνο φόβος ή ηττοπάθεια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης, το κύτταρο του επιβιωτή, φαίνεται να ξυπνά επιτέλους, να οδηγεί τις συμπεριφορές. Υπάρχουν δυνάμεις, είναι φανερό. Το ανθρώπινο απόθεμα είναι εδώ, παρόν, πάντα ήταν. Λείπει το σχέδιο, ο σκοπός, η πίστη, η συντονισμένη εκτίναξη.
Κάθε μέρα που περνά, η σιωπή πυκνώνει. Ομως αλλάζει τώρα, δεν είναι η ίδια σιωπή· η θλίψη έχει ένα όριο. Το όριο είναι η επίνοια: τώρα πια κατανοούμε την κατάσταση, σύντομα θα κατανοήσουμε και τους όρους της υπέρβασής της.
καθημερινή
Σιωπή απλώνεται στη χώρα. Σιωπή αναμονής, υπνωτική, απειλητική.
Τα Ι.Χ. έχουν αραιώσει, και τα Σαββατοκύριακα, τα ταξί σταθμεύουν στις πιάτσες άδεια, δεκάδες, εκατοντάδες, στους δρόμους πληθαίνουν οι σκουπιδοσυλλέκτες με καρότσια σούπερ μάρκετ, ζητιάνοι και μικροκλέφτες πολιορκούν τα υπαίθρια καφενεία, μικροπωλητές κουνάνε ευτελέστατα πραγματάκια στα μάτια αδιάφορων περαστικών, οι τιμές του καφέ είναι οι μόνες που αποπληθωρίστηκαν: «Ενα ευρώ φραπέ + νερό», «όλοι οι καφέδες 1,70».
Στον ευρύχωρο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις, την αμηχανία, τη συστολή, την κατήφεια. Σοκαρισμένοι, φέρνουμε στον νου εικόνες ευδαιμονισμού και υπερχειλίζουσας ζωτικότητας, λαμπερά πρόσωπα, στο όριο της προπέτειας, περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Η Θεσσαλονίκη, χωνευτήρι επαρχιών και φυλών, υλόφρων, καλοζωισμένη, τώρα μου φαίνεται συρρικνωμένη, αχτένιστη, ρυτιδωμένη, με σχισμένες αφίσες πάνω σε βιτρίνες σκοτεινών μαγαζιών με βουβά «ενοικιάζεται» και «πωλείται». Στα ηλιόλουστα πάρκα, στις ανοιχτές πλατείες, στην κινητική Αριστοτέλους, αντικρίζω κυρίως εφήβους και νέους, πιο ξέγνοιαστους αλλά μαζεμένους κι αυτούς, μεσήλικες απλανείς και αφηρημένους, έναν λαό ζαρωμένο, σε επιφυλακή, σε αναμονή. Μόνο τα παιδιά και οι νέοι δίνουν κίνηση ακόμη στην πόλη, μόνο αυτοί ζωηρεύουν τη χώρα.
Από τον αιφνιδιαστικό χειμώνα του '10 έχει περάσει ενάμισης χρόνος. Με περικοπές, ανεργία, μείωση εισοδήματος, ψαλίδισμα μισθών και συντάξεων, υπερφορολόγηση, με χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις κατεστραμμένες. Η λιτότητα, οι περικοπές, η νέα φτώχεια, αντιμετωπίστηκαν με αξιοπερίεργη εγκαρτέρηση από τον λαό. Οι αντιδράσεις ήταν μετρημένες: περισσότερο μια βαθιά δυσπιστία και αναδίπλωση, παρά οργή και αντίδραση. Ηταν μια αναπάντεχα ώριμη αντίδραση, σχεδόν αποδοχή μιας δύσκολης μοίρας.
Σταδιακά όμως, μετά το σοκ, μετά τα αλλεπάλληλα σοκ, τη δυσπιστία διαδέχεται η κατήφεια, σταθερά εγκατεστημένη σε πρόσωπα και καθημερινή συμπεριφορά, μια θλίψη που απλώνεται ψιλή ψιλή, αδιόρατη, σε όλο τον δημόσιο χώρο, που ψύχει και επιβραδύνει ζωτικές λειτουργίες. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, δηλαδή ο μισός πληθυσμός, έχει ζαρώσει, κινείται στο ρελαντί, σαν να οικονομεί δυνάμεις ενώπιον του απρόοπτου, ή του αναπόφευκτου. Σαν να συσπειρώνεται το σώμα, για να απαλύνει τη σφοδρότητα της πρόσπτωσης.
Ακόμη και το ζάρωμα όμως, αυτή η αναδίπλωση, το σκυμμένο και κουλουριασμένο σώμα, φέρει τη δική του δυναμική. Πρόκειται για οικονομία, για προφύλαξη· δεν είναι μόνο φόβος ή ηττοπάθεια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης, το κύτταρο του επιβιωτή, φαίνεται να ξυπνά επιτέλους, να οδηγεί τις συμπεριφορές. Υπάρχουν δυνάμεις, είναι φανερό. Το ανθρώπινο απόθεμα είναι εδώ, παρόν, πάντα ήταν. Λείπει το σχέδιο, ο σκοπός, η πίστη, η συντονισμένη εκτίναξη.
Κάθε μέρα που περνά, η σιωπή πυκνώνει. Ομως αλλάζει τώρα, δεν είναι η ίδια σιωπή· η θλίψη έχει ένα όριο. Το όριο είναι η επίνοια: τώρα πια κατανοούμε την κατάσταση, σύντομα θα κατανοήσουμε και τους όρους της υπέρβασής της.
καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου