Ξύπνησα και στα μάτια μου μπροστά είχα την εικόνα του πατέρα μου. Ζήτημα αν μέχρι σήμερα τον είχα δει περισσότερες από 2 ή 3 φορές στο ύπνο μου, τουλάχιστον στα χρόνια που θυμάμαι τα όνειρα μου…
Ήταν παράξενο αυτό που ένιωσα. Όπως σε ταινία είχα την αίσθηση πως μια σκιά έκοβε βόλτες μέσα, έξω, γύρω από το μυαλό μου. Φοβήθηκα… φοβήθηκα, σχεδόν τρόμαξα για το τι θα συναντούσε...δεν ξέρω ούτε έναν που θα ένιωθε αδιάφορα στη σκέψη και μόνο ότι κάτι ή κάποιος θα μπορούσε ελεύθερα να περιπλανηθεί στις μύχιες από τις σκέψεις του, στον άβυσο των συναισθημάτων του.
Φοβήθηκα ότι στο δικό μου θα ανακάλυπτε πως είναι στρογγυλό, με τρύπες εκεί που πριν ήταν αγκάθια, κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, έχοντας μέσα τους όλους τους ρόλους που κλήθηκε κατά καιρούς να παίξει. Με κοιτούσε, μόνο αυτό, τίποτε άλλο. Δεν είπε ούτε μία λέξη, δεν μιλούσαμε άλλωστε ούτε παλιά, δεν θυμάμαι τον τόνο, ούτε καν τη χροιά που είχε η φωνή του όταν ζούσε.
Ήταν ένα σχεδόν ερωτηματικό βλέμμα. Ο χρόνος κυλούσε και εμείς παραμέναμε αμίλητοι, μπροστά σε ένα τραπέζι με κόκκινο τραπεζομάντιλο και με λίγα σκορπισμένα ροδοπέταλα στα πόδια μας. Κοιτιόμασταν και κανείς δεν μιλούσε. Για πόση ώρα δεν μπορώ να υπολογίσω. Ξαφνικά άφησε ένα αχνό χαμόγελο και χάθηκε από τα μάτια μου. Την ίδια στιγμή χτύπησε το ξυπνητήρι. Και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που θυμάμαι. Εγώ να σηκώνομαι και αυτός να φεύγει.
Δεν ήξερα τι να έλεγα, ούτε αν έπρεπε να φωνάξω «κάτσε μη φεύγεις». Μπερδεύτηκα και δεν είπα τίποτα. Και αυτό το τίποτα το ξέχασα σύντομα. Μέχρι τη μέρα που ανεβαίνοντας με τη μηχανή προς τις Σαράντα Εκκλησίες, στη στάση στο ύψος από τις Φοιτητικές εστίες, μου φάνηκε πως τον είδα μέσα σε ένα λεωφορείο να με κοιτά με τον ίδιο τρόπο.
Ξέρω ότι το κεφάλι μου κρατάει πράγματα μέσα του. Αποθηκεμένα τραγούδια, γειτονιές, φιγούρες, βραδιές, αποσπάσματα βιβλίων, θύμησες από ρόλους που παίχτηκαν, υπόγειες ιστορίες, κομμάτια από συνηθισμένες μέρες, ασυνήθιστα περιστατικά, σκοτεινά δωμάτια, αναμμένα τσιγάρα, πολύ χάζι, σβησμένες φιλίες, βόλτες στη λιακάδα και βροχές από σκέψεις.
Όλα αυτά, αντί να είναι ταξινομημένα σε συρτάρια με ετικέτες έτσι ώστε να ανασύρεις κάθε φορά αυτό που χρειάζεσαι, είναι ανακατεμένα.
Το διαπιστώνω κάθε φορά από την πορτοκαλί δέσμη φωτός που ενώ ανιχνεύει αυτό που ζήτησα χάνει τον δρόμο της. Ενώ αναζητά π.χ. μία Τετάρτη στη Σάρτη, πετάγεται κάτι άσχετο, όπως ένα ζευγάρι παπούτσια που φορούσα πριν 10 χρόνια και μένουν απέξω οι θάλασσες μου. Όχι, δεν θα άφηνα αυτό το όνειρο να κακοφορμίσει. Έτσι κάθισα να γράψω αυτά που θα ήθελα να πω. Μπορεί αυτό να φαίνεται τρελό μα είναι ο τρόπος που έχω για να ξορκίζω τη πίεση κάποιων καταστάσεων.
… Αγαπητέ πατέρα, μπήκαμε στο Μάρτη και κάνει κρύο. Ο καιρός θα χαλάσει ακόμη περισσότερο λένε το Σαββατοκύριακο που έρχεται, όμως όχι όσο είναι χαλασμένη η καρδιά μου σήμερα. Το μεσημέρι παρέλαβα στο γραφείο ένα fax χειρόγραφο από μια αναγνώστρια. Έγραφε... <
υποκλίνομαι στους λίβυους στρατιώτες, που πισθάγκωνα δεμένοι πυροβολήθηκαν απο τον ΚΑΝΤΑΦΙ επειδή δεν θέλσαν να ανοίξουν πυρ ενάντια σε διαδηλωτές... (πως να σηκώνει κανείς τέτοιες ειδήσεις; ακόμη το σκέπτομαι) >
Δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει αυτό, είναι μια κουκίδα στα χρόνο και στο χώρο και μέσα στην αιωνιότητα μοιάζει με κουτσουλιά που άφησε ένα ψύλλος στον Όλυμπο. Δεν θα συνεχίσω με τι συμβαίνει στο κόσμο, προφανώς τα βλέπεις και εσύ στις ειδήσεις ή live από ψηλά. Αλήθεια πως γίνεται, που εστιάζετε όσοι φύγατε από αυτόν τον κόσμο; σε συγκεκριμένα περιστατικά; έχετε αποκτήσει πολλαπλή οπτική; ελέγχετε το χρόνο; τι να συμβαίνει άραγε...
Τέλος πάντων να μη σε ζαλίζω, θα μείνω στον μικρόκοσμο μου γιατί μάλλον αυτό σε ενδιαφέρει, αυτό μου μάθατε και εσύ και η μαμά. Να μην ασχολούμαι με τίποτα άλλο πέρα από όσα άπτονται της άμεσης επαφή μου με τους άλλους. Γι αυτό το θέμα δεν έχω πολλά να σου γράψω, μόνο ανακατεμένες σκέψεις σαν μέλισσες που επαναλαμβάνουν χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια.
Θυμάμαι τον τρόπο που με κοιτούσες στο όνειρο. Ήξερα ότι κατι ήθελες, μόνο που δεν καταλάβαινα τι...Έπρεπε να περάσουν μέρες και να ρθει ένα deja vu για να το ξανασκεφθώ. Τότε νομίζω πως το συνειδητοποίησα. Το βλέμμα σου ήταν μια βουβή ερώτηση που ταίριαζαν μέσα της οι λέξεις “πετυχημένος” επαγγελματίας, σύζυγος, πατέρας, ζωή, χρήμα, σπίτι, αυτοκίνητο, κοινωνική καταξίωση, με ένα ερωτηματικό στο τελος. Βλέπεις, μέχρι σήμερα πολλές φορές την έδιωξα αυτήν την ερώτηση. Μια ερώτηση που εμπεριεχει όσα νομίζω ότι ονειρεύεται ένας πατέρας για λογαριασμός σου, μόνο που αυτά ταιριάζουν στη δική του λογική και όχι στη δική σου. Απέφευγα τόσο καιρό να ανοίξω αυτό το συρτάρι και να σκεφθώ τι ακριβώς περίμενες από μένα, τι θα ήθελες εσύ να πετύχω, πώς θα σου άρεσε να σταθώ. Οφείλω όμως να σου δώσω μια απάντηση.
Πρώτα από ολα έδιωξα ό,τι δεν μου άρεσε από αυτά που ονειρευόσουνα για μένα… Μη φοβάσαι, θρησκείες, ταμπού, κομβικές σχέσεις, αυτά ναι, τα προσπαθησα -η αλήθεια είναι πως ακόμα προσπαθώ- να τα εντάξω σε μια συναισθηματική βάση για να με νανουρίζουν σαν κάποιες σταθερές, γιατί λογική δεν βρίσκω. Έμαθα να μου αρέσει η καθαρότητα των γεύσεων, η διαφάνεια του φωτός. Να δίνω νόημα στα θέλω, τα επιμένω, τα αντιστέκομαι. Να εκτιμώ το ίδιο το αριστερό, το δεξί, το άσπρο, το μαύρο, το αλάτι, το πιπέρι, το ζεστό, το κρύο. Να πιστεύω στις ανθρώπινες ανασφάλειες, στις συναισθηματικές εντάσεις και στους αποκλεισμούς. Για να γίνω αυτό που είμαι συντέλεσαν κάποια πράγματα που μου είπες. Αποφασιστικός παράγοντας ήταν και τα λάθη που έκανες, όπως και αυτά που δεν μου έμαθες. Πάνω από όλα όμως σε ευγνωμονώ γιατί πάνω μου δεν εξάσκησες την υπερβολή των θέλω σου. Τις δικές σου αποτυχίες δεν τις επέβαλες σαν στόχους στις παιδικές μου πλάτες. Απέφυγες τα πρέπει και τα μη. Ουσιαστικά με αυτό το τρόπο -αν και άθελα σου- μου επέτρεψες να μπαινοβγαίνω στο κόσμο της ουτοπίας. Γι αυτό όσα είμαι, ο τρόπος που αντιμετωπίζω τον κόσμο, ο τρόπος που αντιδρώ στα δύσκολα, οι επιλογές, τα ξεσπάσματα, τα πένθη, οι ήττες και οι νίκες μου μπορεί να μην είναι ακριβώς όσα ονειρευόσουνα, έχουν όμως όλα με μαθηματική ακρίβεια ακόμη και εν αγνοία σου τη δική σου συμμετοχή.
Ξέρω πως δεν ήταν αυτό που θα ήθελες για μένα…
...Απο την άλλη όμως ...θέλω να πιστεύω ...ελπίζω δηλαδή ...πως το χαμόγελο που μου άφησες φεύγοντας, δεν ήταν ειρωνικό ...δεν ηταν του στυλ κουνώ το κεφάλι - ταλεγα εγώ - ...μπορεί να σήμαινε κατι άλλο ...ίσως ήταν ο τρόπος να δείξεις ότι κατά βάθος έμαθα αυτά που ήθελες ...μόνο που δεν βρήκες ποτέ τον τρόπο, να τα κάνεις λέξεις. ... όπως και εγώ τώρα.
Δεν ξέρω και μάλλον δεν θα το μάθω ποτε, αναρωτιέμαι κι αν έχει νόημα. Μα δεν ορίζω εγώ το μυαλό μου, οι σκέψεις πετάγονται, οι ερωτήσεις ποδοπατούνται και οι απαντήσεις παίζουν κρυφτούλι. Και νέα ερωτηματικά γεννιούνται μετά τη κάθε νέα απόπειρα να μπούνε κάποια πράγματα σε τάξη. Ισως γιατί ζω ανασαίνω κινούμαι και κάθε νέο βήμα είναι κάτι άγνωστο που μπορεί κάποια κομμάτια μου να τα επιρεάσει. Από τα λίγα πράγματα που είμαι βέβαιος για μένα είναι ότι δεν θα μπορούσα να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν έχω δίκιο σε όσα πιστεύω. Αυτός είναι ο τρόπος μου να ζώ. Κινούμαι με οδηγό πως πέρα από οσα πιστεύω για το κόσμο, υπάρχουν και άλλοι που βλέπουν και κυρίως βιώνουν αλλιώς τη ταινία.
Aναρωτιέμαι... ...αν εκεί που βρίσκεσαι ...μετά από όσα πέρασες ...τη ζωή που έζησες ή δεν έζησες ... ... ... απο εκεί ψηλά που βλέπεις τα πράγματα, αναρωτιέμα μπαμπά αν σήμερα εξακολουθείς να πιστεύεις τα ίδια, αν πιστεύεις εσύ και όλοι οι πατεράδες του κόσμου πως πρέπει να εστιάζουμε στη δική μας ασημαντότητα, αν πρέπει εμείς να μάθουμε στα παιδιά μας πως δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, αν η ουσία βρίσκεται μέσα μας, πόσο πρέπει να μετράει η αποδοχή ενός αμφιλεγόμενου συνόλου που ονομάζουμε κοινωνία... οχι δεν θέλω να το συνεχίσω...
Ποιος ξέρει…
Σπύρος Σαρανταένας
Ήταν παράξενο αυτό που ένιωσα. Όπως σε ταινία είχα την αίσθηση πως μια σκιά έκοβε βόλτες μέσα, έξω, γύρω από το μυαλό μου. Φοβήθηκα… φοβήθηκα, σχεδόν τρόμαξα για το τι θα συναντούσε...δεν ξέρω ούτε έναν που θα ένιωθε αδιάφορα στη σκέψη και μόνο ότι κάτι ή κάποιος θα μπορούσε ελεύθερα να περιπλανηθεί στις μύχιες από τις σκέψεις του, στον άβυσο των συναισθημάτων του.
Φοβήθηκα ότι στο δικό μου θα ανακάλυπτε πως είναι στρογγυλό, με τρύπες εκεί που πριν ήταν αγκάθια, κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, έχοντας μέσα τους όλους τους ρόλους που κλήθηκε κατά καιρούς να παίξει. Με κοιτούσε, μόνο αυτό, τίποτε άλλο. Δεν είπε ούτε μία λέξη, δεν μιλούσαμε άλλωστε ούτε παλιά, δεν θυμάμαι τον τόνο, ούτε καν τη χροιά που είχε η φωνή του όταν ζούσε.
Ήταν ένα σχεδόν ερωτηματικό βλέμμα. Ο χρόνος κυλούσε και εμείς παραμέναμε αμίλητοι, μπροστά σε ένα τραπέζι με κόκκινο τραπεζομάντιλο και με λίγα σκορπισμένα ροδοπέταλα στα πόδια μας. Κοιτιόμασταν και κανείς δεν μιλούσε. Για πόση ώρα δεν μπορώ να υπολογίσω. Ξαφνικά άφησε ένα αχνό χαμόγελο και χάθηκε από τα μάτια μου. Την ίδια στιγμή χτύπησε το ξυπνητήρι. Και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που θυμάμαι. Εγώ να σηκώνομαι και αυτός να φεύγει.
Δεν ήξερα τι να έλεγα, ούτε αν έπρεπε να φωνάξω «κάτσε μη φεύγεις». Μπερδεύτηκα και δεν είπα τίποτα. Και αυτό το τίποτα το ξέχασα σύντομα. Μέχρι τη μέρα που ανεβαίνοντας με τη μηχανή προς τις Σαράντα Εκκλησίες, στη στάση στο ύψος από τις Φοιτητικές εστίες, μου φάνηκε πως τον είδα μέσα σε ένα λεωφορείο να με κοιτά με τον ίδιο τρόπο.
Ξέρω ότι το κεφάλι μου κρατάει πράγματα μέσα του. Αποθηκεμένα τραγούδια, γειτονιές, φιγούρες, βραδιές, αποσπάσματα βιβλίων, θύμησες από ρόλους που παίχτηκαν, υπόγειες ιστορίες, κομμάτια από συνηθισμένες μέρες, ασυνήθιστα περιστατικά, σκοτεινά δωμάτια, αναμμένα τσιγάρα, πολύ χάζι, σβησμένες φιλίες, βόλτες στη λιακάδα και βροχές από σκέψεις.
Όλα αυτά, αντί να είναι ταξινομημένα σε συρτάρια με ετικέτες έτσι ώστε να ανασύρεις κάθε φορά αυτό που χρειάζεσαι, είναι ανακατεμένα.
Το διαπιστώνω κάθε φορά από την πορτοκαλί δέσμη φωτός που ενώ ανιχνεύει αυτό που ζήτησα χάνει τον δρόμο της. Ενώ αναζητά π.χ. μία Τετάρτη στη Σάρτη, πετάγεται κάτι άσχετο, όπως ένα ζευγάρι παπούτσια που φορούσα πριν 10 χρόνια και μένουν απέξω οι θάλασσες μου. Όχι, δεν θα άφηνα αυτό το όνειρο να κακοφορμίσει. Έτσι κάθισα να γράψω αυτά που θα ήθελα να πω. Μπορεί αυτό να φαίνεται τρελό μα είναι ο τρόπος που έχω για να ξορκίζω τη πίεση κάποιων καταστάσεων.
… Αγαπητέ πατέρα, μπήκαμε στο Μάρτη και κάνει κρύο. Ο καιρός θα χαλάσει ακόμη περισσότερο λένε το Σαββατοκύριακο που έρχεται, όμως όχι όσο είναι χαλασμένη η καρδιά μου σήμερα. Το μεσημέρι παρέλαβα στο γραφείο ένα fax χειρόγραφο από μια αναγνώστρια. Έγραφε... <
υποκλίνομαι στους λίβυους στρατιώτες, που πισθάγκωνα δεμένοι πυροβολήθηκαν απο τον ΚΑΝΤΑΦΙ επειδή δεν θέλσαν να ανοίξουν πυρ ενάντια σε διαδηλωτές... (πως να σηκώνει κανείς τέτοιες ειδήσεις; ακόμη το σκέπτομαι) >
Δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει αυτό, είναι μια κουκίδα στα χρόνο και στο χώρο και μέσα στην αιωνιότητα μοιάζει με κουτσουλιά που άφησε ένα ψύλλος στον Όλυμπο. Δεν θα συνεχίσω με τι συμβαίνει στο κόσμο, προφανώς τα βλέπεις και εσύ στις ειδήσεις ή live από ψηλά. Αλήθεια πως γίνεται, που εστιάζετε όσοι φύγατε από αυτόν τον κόσμο; σε συγκεκριμένα περιστατικά; έχετε αποκτήσει πολλαπλή οπτική; ελέγχετε το χρόνο; τι να συμβαίνει άραγε...
Τέλος πάντων να μη σε ζαλίζω, θα μείνω στον μικρόκοσμο μου γιατί μάλλον αυτό σε ενδιαφέρει, αυτό μου μάθατε και εσύ και η μαμά. Να μην ασχολούμαι με τίποτα άλλο πέρα από όσα άπτονται της άμεσης επαφή μου με τους άλλους. Γι αυτό το θέμα δεν έχω πολλά να σου γράψω, μόνο ανακατεμένες σκέψεις σαν μέλισσες που επαναλαμβάνουν χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια.
Θυμάμαι τον τρόπο που με κοιτούσες στο όνειρο. Ήξερα ότι κατι ήθελες, μόνο που δεν καταλάβαινα τι...Έπρεπε να περάσουν μέρες και να ρθει ένα deja vu για να το ξανασκεφθώ. Τότε νομίζω πως το συνειδητοποίησα. Το βλέμμα σου ήταν μια βουβή ερώτηση που ταίριαζαν μέσα της οι λέξεις “πετυχημένος” επαγγελματίας, σύζυγος, πατέρας, ζωή, χρήμα, σπίτι, αυτοκίνητο, κοινωνική καταξίωση, με ένα ερωτηματικό στο τελος. Βλέπεις, μέχρι σήμερα πολλές φορές την έδιωξα αυτήν την ερώτηση. Μια ερώτηση που εμπεριεχει όσα νομίζω ότι ονειρεύεται ένας πατέρας για λογαριασμός σου, μόνο που αυτά ταιριάζουν στη δική του λογική και όχι στη δική σου. Απέφευγα τόσο καιρό να ανοίξω αυτό το συρτάρι και να σκεφθώ τι ακριβώς περίμενες από μένα, τι θα ήθελες εσύ να πετύχω, πώς θα σου άρεσε να σταθώ. Οφείλω όμως να σου δώσω μια απάντηση.
Πρώτα από ολα έδιωξα ό,τι δεν μου άρεσε από αυτά που ονειρευόσουνα για μένα… Μη φοβάσαι, θρησκείες, ταμπού, κομβικές σχέσεις, αυτά ναι, τα προσπαθησα -η αλήθεια είναι πως ακόμα προσπαθώ- να τα εντάξω σε μια συναισθηματική βάση για να με νανουρίζουν σαν κάποιες σταθερές, γιατί λογική δεν βρίσκω. Έμαθα να μου αρέσει η καθαρότητα των γεύσεων, η διαφάνεια του φωτός. Να δίνω νόημα στα θέλω, τα επιμένω, τα αντιστέκομαι. Να εκτιμώ το ίδιο το αριστερό, το δεξί, το άσπρο, το μαύρο, το αλάτι, το πιπέρι, το ζεστό, το κρύο. Να πιστεύω στις ανθρώπινες ανασφάλειες, στις συναισθηματικές εντάσεις και στους αποκλεισμούς. Για να γίνω αυτό που είμαι συντέλεσαν κάποια πράγματα που μου είπες. Αποφασιστικός παράγοντας ήταν και τα λάθη που έκανες, όπως και αυτά που δεν μου έμαθες. Πάνω από όλα όμως σε ευγνωμονώ γιατί πάνω μου δεν εξάσκησες την υπερβολή των θέλω σου. Τις δικές σου αποτυχίες δεν τις επέβαλες σαν στόχους στις παιδικές μου πλάτες. Απέφυγες τα πρέπει και τα μη. Ουσιαστικά με αυτό το τρόπο -αν και άθελα σου- μου επέτρεψες να μπαινοβγαίνω στο κόσμο της ουτοπίας. Γι αυτό όσα είμαι, ο τρόπος που αντιμετωπίζω τον κόσμο, ο τρόπος που αντιδρώ στα δύσκολα, οι επιλογές, τα ξεσπάσματα, τα πένθη, οι ήττες και οι νίκες μου μπορεί να μην είναι ακριβώς όσα ονειρευόσουνα, έχουν όμως όλα με μαθηματική ακρίβεια ακόμη και εν αγνοία σου τη δική σου συμμετοχή.
Ξέρω πως δεν ήταν αυτό που θα ήθελες για μένα…
...Απο την άλλη όμως ...θέλω να πιστεύω ...ελπίζω δηλαδή ...πως το χαμόγελο που μου άφησες φεύγοντας, δεν ήταν ειρωνικό ...δεν ηταν του στυλ κουνώ το κεφάλι - ταλεγα εγώ - ...μπορεί να σήμαινε κατι άλλο ...ίσως ήταν ο τρόπος να δείξεις ότι κατά βάθος έμαθα αυτά που ήθελες ...μόνο που δεν βρήκες ποτέ τον τρόπο, να τα κάνεις λέξεις. ... όπως και εγώ τώρα.
Δεν ξέρω και μάλλον δεν θα το μάθω ποτε, αναρωτιέμαι κι αν έχει νόημα. Μα δεν ορίζω εγώ το μυαλό μου, οι σκέψεις πετάγονται, οι ερωτήσεις ποδοπατούνται και οι απαντήσεις παίζουν κρυφτούλι. Και νέα ερωτηματικά γεννιούνται μετά τη κάθε νέα απόπειρα να μπούνε κάποια πράγματα σε τάξη. Ισως γιατί ζω ανασαίνω κινούμαι και κάθε νέο βήμα είναι κάτι άγνωστο που μπορεί κάποια κομμάτια μου να τα επιρεάσει. Από τα λίγα πράγματα που είμαι βέβαιος για μένα είναι ότι δεν θα μπορούσα να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν έχω δίκιο σε όσα πιστεύω. Αυτός είναι ο τρόπος μου να ζώ. Κινούμαι με οδηγό πως πέρα από οσα πιστεύω για το κόσμο, υπάρχουν και άλλοι που βλέπουν και κυρίως βιώνουν αλλιώς τη ταινία.
Aναρωτιέμαι... ...αν εκεί που βρίσκεσαι ...μετά από όσα πέρασες ...τη ζωή που έζησες ή δεν έζησες ... ... ... απο εκεί ψηλά που βλέπεις τα πράγματα, αναρωτιέμα μπαμπά αν σήμερα εξακολουθείς να πιστεύεις τα ίδια, αν πιστεύεις εσύ και όλοι οι πατεράδες του κόσμου πως πρέπει να εστιάζουμε στη δική μας ασημαντότητα, αν πρέπει εμείς να μάθουμε στα παιδιά μας πως δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, αν η ουσία βρίσκεται μέσα μας, πόσο πρέπει να μετράει η αποδοχή ενός αμφιλεγόμενου συνόλου που ονομάζουμε κοινωνία... οχι δεν θέλω να το συνεχίσω...
Ποιος ξέρει…
Σπύρος Σαρανταένας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου