Το απαρτχάιντ (apartheid), (όρος που προέρχεται από τη γλώσσα Αφρικάανς και τα ολλανδικά και σημαίνει διάκριση), ήταν μια πολιτική των Λευκών που καθόριζε και επέβαλλε τη διάκριση των ανθρωπίνων ομάδων μέσα σε ένα κράτος βάσει φυλετικών κριτηρίων σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Ως επίσημη κρατική πολιτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Νότιο Αφρική από το Εθνικό Κόμμα το 1948 και καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου 1991.[1] Ο όρος απαρτχάιντ χρησιμοποιείται πλέον για να υποδηλώσει κάθε πολιτική φυλετικού διαχωρισμού σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Ο φυλετικός διαχωρισμός στη Νότιο Αφρική ξεκίνησε κατά την αποικιοκρατία. Ως επίσημη πρακτική θεσμοθετήθηκε μετά τις γενικές εκλογές του 1948, οπότε και ο πληθυσμός της χώρας χωρίστηκε σε φυλετικές κατηγορίες και οριοθετήθηκαν συγκεκριμένες περιοχές διαβίωσης για την κάθε φυλή, κάτι που οδήγησε σε βίαιες μετοικήσεις. Το 1970 καταργήθηκε η πολιτική εκπροσώπηση όσων δεν ήταν λευκοί και έγινε περιορισμός τους σε απομονωμένες «νησίδες γης», τα λεγόμενα εθνικά κρατίδια μπαντουστάν. Διακρίσεις υπήρχαν στον τομέα της εκπαίδευσης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της διασκέδασης και άλλων δημοσίων παροχών και υπηρεσιών.
Εντός της επικράτειας που εφαρμοζόταν η πολιτική του απαρτχάιντ αναπτύχθηκε εσωτερική αντίσταση σε αυτήν και βία, ενώ και στο εξωτερικό υιοθετήθηκε μακροχρόνιο εμπάργκο κατά της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη δεκαετία του '80, είχε ήδη διαμορφωθεί ισχυρό αντιπολιτευτικό ρεύμα, το οποίο δεν έχασε τη δυναμική του παρά την προσπάθεια μεταρρυθμίσεων στην πολιτική απαρτχάιντ. Το 1990, ο Πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη λήξη του απαρτχάιντ, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών το 1994 με τη συμμετοχή όλων των εθνοτήτων, από τις οποίες εξελέγη το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο με ηγέτη τον Νέλσον Μαντέλα. Ίχνη του απαρτχάιντ εντοπίζονται ακόμα, στη δεκαετία του 2010, στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή της Νοτίου Αφρικής.
Η πατρότητα του όρου «απαρτχάιντ» αποδίδεται στον καθηγητή P. van Biljoen, ο οποίος το 1935 πρότεινε τον καθορισμό της νέας πολιτικής, η οποία θα βασιζόταν στον γεωγραφικό διαχωρισμό διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων ως επέκταση των φυλετικών διακρίσεων που υφίσταντο μέχρι εκείνη τη στιγμή
Σύμφωνα με το απαρτχάιντ, η γεωγραφική θέση, η εθνικότητα και το κοινωνικό στάτους ενός ατόμου εξαρτιόταν από τη φυλή του. Επεκτεινόταν επίσης στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική διαίρεση του νοτιοαφρικανικού εδάφους.
Διαχωριζόταν σε δυο κατηγορίες:
O πληθυσμός χωριζόταν σε τέσσερις εθνικές κατηγορίες ιεραρχικά κατατμημένες:
Αυτή τους η διαφοροποίηση αντιτάχθηκε έναντι στην ολλανδική μητρόπολη, αλλά και σε σχέση με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, οι οποίοι κατέφτασαν το 19ο αιώνα και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα. Τελικά, καθοδηγήθηκε σε ένα εθνικιστικό κίνημα των Αφρικάνερς, το οποίο επηρεάστηκε από τη θρησκεία, τις ταλαιπωρίες και τον πόλεμο ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, εκδήλωση του οποίου αποτέλεσε και η πολιτική του απαρτχάιντ.
Συνεπώς, το απαρτχάιντ δεν μπορεί να θεωρηθεί μονάχα ως μια μορφή πρώιμου καλβινισμού, ούτε ένα προπύργιο της αποικιοκρατίας, ούτε μια τοπική έκφανση του ευρωπαϊκού φασισμού ή ναζισμού. Η ιδεολογία του έλκει τις ρίζες της από τη θεολογία και το δόγμα της "λύτρωσης μέσω πίστης"των αποικιοκρατών. Κέντρο της καλβινιστικής διδασκαλίας είναι η παντοδύναμη κυριαρχία του Θεού και η προκαθορισμένη από αυτόν πορεία των ανθρώπων: κάποιοι θα λυτρώνονταν και θα πήγαιναν στον παράδεισο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.
Οι δεύτεροι ήταν φυσικό να θεωρούνται "κατώτεροι" των πρώτων, τους οποίους θα έπρεπε να υπακούν. Η σωτηρία της ψυχής θα ήταν επιτεύξιμη μόνο με την πίστη. Οι Μπόερς αφομοιώθηκαν εξίσου εύκολα εντός των "εκλεκτών" και μεγάλος αριθμός τους μέχρι την κατάργηση του απαρτχάιντ πίστευαν ότι ο Θεός τους είχε δώσει τη Νότια Αφρική, όπως στη Βίβλο έδωσε τη Χαναάν στους Ισραηλίτες, εξομοιώνοντας τους Μαύρους με τους Χαναναίους.
Η νίκη του Εθνικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής το 1948 εξέφρασε τη νίκη των Αφρικάνερς έναντι στην αγγλοσαξονική πολιτιστική αλλοτρίωση. Το ζήτημα δεν ήταν πλέον η προάσπιση της ταυτότητας των Αφρικάνερς, αλλά η προστασία των Λευκών της Νοτίου Αφρικής από την απειλή της δημογραφικής ισχύος των Αφρικανών, κάτι που έγινε γνωστό ως "Μαύρη Απειλή", στα αφρικάανς Swaart Gevaar. Ως αντίμετρο στην απειλή αυτή, οι Αφρικάνερς ανέπτυξαν το σύστημα του απαρτχάιντ, το οποίο, σύμφωνα με τους ίδιους, ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν ως εθνική ομάδα και να προφυλάξουν τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Επίσης, παρουσιάστηκε ως ένα μέτρο δικαιοσύνης και ισότητας, το οποίο θα επέτρεπε στην κάθε φυλετική ομάδα που απάρτιζε τη νοτιοαφρικανική κοινωνία να ξεχωρίσει ως διακριτή εθνότητα. Πολλοί εθνικιστές Αφρικάνερς πρέσβευαν ότι το απαρτχάιντ θα έδινε ευκαιρίες στους Μαύρους, ευκαιρίες που δε θα είχαν διαφορετικά, αν υποχρεώνονταν σε έναν ίσοις όροις ανταγωνισμό με τους Λευκούς σε μια ενοποιημένη κοινωνία. Ωστόσο, ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη οι ανάλογες προσδοκίες του μαύρου πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής. Το απαρτχάιντ επιβλήθηκε στις ομάδες αυτές μέσω της έννοιας Βaasskap: της κυριαρχίας του "λευκού αφέντη".
Από τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν έχουν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, καθώς βρίσκονται σε ένα κράτος πλέον στρατιωτικά και οικονομικά ισχυρό. Οι διακρίσεις και ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν τεκμηριώνονται πλέον με ιδεολογικά, αλλά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια, την κυριαρχία του καπιταλισμού και την πάταξη του κομμουνισμού.[14] Ανάλογος με τον όρο Μαύρη Απειλή, ήταν ο όρος Κόκκινη Απειλή (αφρικάανς Rooi Gevaar).
Η ανάπτυξη του εθνικισμού
Πόλεμος των Μπόερς
Ο Πόλεμος των Μπόερς (1899-1902) είναι το δεύτερο ιστορικό γεγονός μετά το Μεγάλο Ταξίδι, που αποκρυσταλλώνει το εθνικιστικό φρόνημα των Αφρικάνερς. Η ενθύμηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου σκοτώθηκαν πάνω από 26.000 μπόερς, της τακτικής της καμένης γης από τους Βρετανούς και της προσάρτησης περιοχών που παλαιότερα ανήκαν σε αυτούς έτρεφε την επιθυμία για εκδίκηση έναντι των Άγγλων. H δημογραφική καταρράκωση του πληθυσμού από τους πολέμους, αλλά και η ακόλουθη συρροή χιλιάδων Αφρικανών και Ασιατών εργατών, συνιστούσαν μια απειλή για τους Αφρικάνερς, οι οποίοι φοβούνταν μεγάλες δημογραφικές και πολιτικές αλλαγές.
Εξάλλου, η κυριαρχία των Άγγλων και η απαγόρευση να διδάσκονται τα αφρικάανς προκάλεσε την ίδρυση πολλών ιδιωτικών σχολείων από τους ίδιους τους Αφρικάνερς, κάτι το οποίο καλλιέργησε μια συλλογική ταυτότητα με κοινά στοιχεία τη γλώσσα αφρικάανς, την καλβινιστική πίστη και την ερμηνεία της ιστορίας με ημι-θρησκευτικό τρόπο.
To 1910, δημιουργείται η Ένωση της Νότιας Αφρικής, η οποία και εισέρχεται στην Κοινοπολιτεία των Εθνών. Οι πρώτοι νόμοι υπέρ των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο εμφανίστηκαν το 1913 και το 1923 (Native Land Act, Native Urban Act), αλλά δεν εντάσσονταν σε ένα ενιαίο πρόγραμμα, παρά αποτελούσαν απάντηση στην αλληλοδιείσδυση μεταξύ Λευκών και Μαύρων. Θεωρούνταν ένα προσωρινό μέτρο, χωρίς μακροχρόνιο ορίζοντα.
Κατά τα έτη 1914-1915, υπήρξε μια αντίθεση από Μπόερς αξιωματούχους για τη συμμετοχή ή όχι της χώρας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο θάνατος ενός από αυτούς προκάλεσε εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης, η οποία πολιτικά προκάλεσε την ενδυνάμωση του νεοσύστατου Εθνικού Κόμματος, με ηγέτη τον πολιτικό Τζέιμς Χέρτζογκ.
Αδελφότητα των Αφρικάνερς
Το 1918, ιδρύεται στο Γιοχάνεσμπουργκ η Αδερφότητα των Αφρικάνερς (Afrikaner Broederbond, αρχικά Jong Suid Afrika), μια ελευθεροτεκτονικού τύπου αδελφότητα, με σκοπό την προστασία των μελών της κοινότητάς τους με την ανάκτηση των δικαιωμάτων που έχασαν το 1902, στο τέλος του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερς. O σύνδεσμος αυτός αρχικά προσέλκυσε στις τάξεις του καλβινιστές ιερείς, εργάτες στους σιδηροδρόμους και αστυνομικούς και διατηρούσε χαρακτήρα σεκταριστικό.6 χρόνια αργότερα, είχε εξελιχθεί και επεκταθεί σε μια ελευθεροτεκτονική μυστική οργάνωση, η οποία είχε στρατολογήσει έναν αυξανόμενο αριθμό δασκάλων, καθηγητών, πανεπιστημιακών και πολιτικών.
Η Αδελφότητα τίθεται υπέρμαχος της αφρικάανς και των συμφερόντων των Αφρικάνερς υπέρ όλων των υπολοίπων εθνοτήτων της Νότιας Αφρικής και η προάσπιση της εθνικής αυτής ταυτότητας γίνεται "ιερή αποστολή", η οποία θα θριαμβεύσει με τη μαζική κινητοποίηση όλων των Αφρικάνερς. Σταδιακά, πάνω σε αυτό το δόγμα θα στηριχθεί η ανάπτυξη της πολιτικής του απαρτχάιντ. Είναι γεγονός ότι από το 1948 και μετά όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί της Νοτίου Αφρικής ανήκαν στην Αδελφότητα.
Το 1925, υπό την κυβέρνηση του Εθνικού Κόμματος και του Τζέιμς Χέρτζογκ, τα αφρικάανς αντικαθιστούν τα ολλανδικά και αναγνωρίζονται ως επίσημη γλώσσα μαζί με τα αγγλικά. Το 1927, η χώρα αποκτά την πρώτη της επίσημη σημαία,καρπό μιας συμφωνίας μεταξύ αγγλόφωνων και αφρικάνερς, και τον εθνικό ύμνο Die Stem van Suid Afrika, Το Κάλεσμα της Νότιας Αφρικής.
Την περίοδο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδύονται κάποια εξτρεμιστικά εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, κάποια από τα οποία είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό και ήθελαν να εκμεταλλευτούν το διάχυτο εθνικισμό της εποχής εκείνης. Απ' την πλευρά του, το 1940 το Εθνικό Κόμμα σχίζεται στα δυο, καθώς η πλευρά που πρόσκειται στον Τζέιμς Χέρτζογκ αυτονομείται και δημιουργεί ανεξάρτητο κόμμα, το Κόμμα των Αφρικάνερς, εκφράζοντας μια πιο φιλελεύθερη άποψη και δεκτική σε μια προσέγγιση με τους αγγλόφωνους.
Το 1948, η νίκη του Εθνικού Κόμματος θεωρείται ως νίκη της Αδερφότητας των Αφρικάνερς. Ο κίνδυνος της κυριαρχίας των Άγγλων έχει πλέον αποφευχθεί και έχει πραγματοποιηθεί η ενότητα όλων των Αφρικάνερς. Ωστόσο, παραμένει η Μαύρη Απειλή (Swaartgevaar), όπως προαναφέρθηκε. Ο κίνδυνος πλέον δεν είναι η προστασία από τους Άγγλους, αλλά η προστασία όλων των Λευκών (αγγλόφωνοι, αφρικάνερς, πορτογαλόφωνοι) από την απειλή της μεγάλης αφρικανικής μάζας.
Η εφαρμογή του απαρτχάιντ
Τον Ιούνιο του 1948, το Εθνικό Κόμμα ανεβαίνει στην εξουσία και θέτει σε εφαρμογή επίσημα την πολιτική του απαρτχάιντ, μια πολιτική πολύ πιο ακριβή, συμπαγή, μόνιμη και αμετάβλητη από το παλαιότερο σκεπτικό των φυλετικών εμποδίων (Colour Bar).
O στόχος της πολιτικής αυτής ήταν να διασφαλίσει επίσημα και θεσμικά τη διακριτή ανάπτυξη των φυλετικών κοινοτήτων, χωρίς η μια να εκμεταλλεύεται την άλλη, σύμφωνα με το θεωρητικό Χέντρικ Φέρβερντ, τον αποκαλούμενο πατέρα και αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ.[39][40] Σταδιακά, ο διαχωρισμός μεταξύ των Αφρικάνερς και των υπολοίπων Λευκών σταμάτησε να υφίσταται. Οι διαφυλετικοί γάμοι μεταξύ Μαύρων και Λευκών απαγορεύονταν.
(ΜΗ - ΛΕΥΚΟΙ ΜΟΝΟ)
Πέρα από το διαχωρισμό των 4 εθνικών κατηγοριών που αναπτύχθηκε παραπάνω (Λευκοί, Κούληδες, Μιγάδες, Μπαντού), θεσπίστηκαν νομοθετικά κείμενα για την κατοικία, την εκπαίδευση, τη μετακίνηση των ατόμων, την εργασία και οτιδήποτε άλλο ενέπιπτε στην κοινωνική ζωή του πληθυσμού. Από το 1953, τέθηκε σε ισχύ και ο νόμος που αφορούσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες και δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα ταμπέλες με την επιγραφή "Μόνο Λευκοί" να υπάρχουν σε όλη τη Νότια Αφρική.
To 1956, o διάδοχος του Ντανιέλ Φρανσουά Μαλάν, Γιοχάνες Στράιντομ, κατάργησε το δικαίωμα ψήφου των "έγχρωμων" κατοίκων της Επαρχίας του Ακρωτηρίου, Μιγάδων και Μαύρων.
Δημιουργήθηκαν εθνικά κρατίδια, τα λεγόμενα Μπαντουστάν, στη θέση των παλαιών περιοριστικών τομέων της παλαιάς νομοθεσίας. Οικονομικά ελάχιστα επιβιώσιμα και αποτελώντας μονάχα το 13% του συνολικού εδάφους της χώρας, τα Μπαντουστάν περιέκλειαν ολόκληρους πληθυσμούς σε απομονωμένες νησίδες γης, ως επί το πλείστον στερημένες από φυσικό πλούτο και βιομηχανία, χωρίς πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο. H επιφανειακή αυτή "ανεξαρτησία" κάποιες φορές βόλευε τους ντόπιους άρχοντες.
Μόνο οι Λευκοί απολάμβαναν δημοκρατικό πολίτευμα και αργότερα, το 1984, ένα μικρό ποσοστό Ινδών και Μιγάδων.
(Διαταγή για Χρήση των κοινών τουαλέτων ΜΟΝΟ απο λευκους )
Νόμοι του απαρτχάιντ
Κύριο λήμμα: Νόμοι του απαρτχάιντ
Παρακάτω βρίσκονται κάποιοι από τους νόμους που θεσπίστηκαν κατά το απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική κυρίως μεταξύ των ετών 1945-1990:[41][42]
Το απαρτχάιντ προκάλεσε οργή και απογοήτευση στους Μαύρους και άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίοι βρήκαν βήμα έκφρασης μέσα από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, αλλά και σε ορισμένους φιλελευθεριστές Λευκούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα της χώρας.
Η κυβέρνηση αντιδρούσε με βίαιο συχνά τρόπο: οι διαμαρτυρόμενοι καταδικάζονταν και φυλακίζονταν.
Οι πρώτες εκστρατείες αντίθεσης στην εφαρμογή του απαρτχάιντ χρονολογούνται το 1952. Το 1955, στο Κλιπτάουν, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το Κομουνιστικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί και άλλα κινήματα διαμαρτυρίας υιοθέτησαν μια χάρτα δικαιωμάτων, με την οποία θα καταργούνταν όλες οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική, θα εγκαθίστατο δημοκρατικό καθεστώς και ένα πολιτικό πρόγραμμα αγροτικής και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης (κατώτατο όριο μισθών, 44ωρο εργασίας την εβδομάδα, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). 156 άτομα (105 Μαύροι, 21 Ινδοί, 23 Λευκοί και 7 Μιγάδες) συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, ότι σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με τη βία και την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος. Η ποινή για εσχάτη προδοσία ήταν θάνατος.
Αν κατά τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν είχαν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, ο φόβος αυτός επανήλθε κατά τη δεκαετία του '80 λόγω τριών παραγόντων:
Μέθοδοι κυβέρνησης και ανταρτών
Οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας είχαν προσλάβει επιστήμονες για ένα πρόγραμμα μείωσης της γονιμότητας των Μαύρων γυναικών, μέσω μιας ουσίας που διαχεόταν στο νερό ή κάποιου είδους ένεσης. Εξάλλου, το καθεστώς του απαρτχάιντ ωθούσε τις μαύρες γυναίκες σε αντισύλληψη και έλεγχο των γεννήσεων,με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο μέσος όρος παιδιών ανά μαύρη οικογένεια στη Νότια Αφρική να έχει πέσει από 6 σε 4,6, το χαμηλότερο ποσοστό εκείνη την περίοδο στην υποσαχάρια Αφρική. Ωστόσο, βάσει δημογραφικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων και πηγών, υποστηρίζεται ότι οι μαύρες της Νοτίου Αφρικής είχαν ανάγκη τον οικογενειακό προγραμματισμό, αμφισβητώντας την εφαρμογή της πρακτικής αυτής για ρατσιστικούς λόγους.
Από την πλευρά του, το στρατιωτικό τμήμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), οργάνωνε τον ανταρτοπόλεμό του σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Ανγκόλα, στην Τανζανία ή τη Ζάμπια, όπου λάμβαναν χώρα βασανιστήρια και εκτελέσεις στρατιωτικών που κατηγορούνταν για κατασκοπεία. Από το 1977, οργάνωνε σαμποτάζ και επιθέσεις ακόμα και εντός της Νότιας Αφρικής. Κάποιες φορές, οι ενέργειες ήταν συμβολικές, όπως επίθεση κατά των αστυνομικών τμημάτων στα μπαντουστάν, ωστόσο άλλες φορές, επρόκειτο για πραγματικές τρομοκρατικές ενέργειες: επίθεση στην Church Street στην Πραιτώρια το 1983, επίθεση στο Αμανζιμτότι το 1985, δολοφονίες Λευκών γεωργών στο βορρά και ανατολικά στο Τράνσβααλ ή τοπικής αστυνομίας ή Μαύρων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τις Αρχές.
Κατάργηση του απαρτχάιντ
Χειραψία του Φρεντερίκ ντε Κλερκ και του Νέλσον Μαντέλα τον Ιανουάριο του 1992, στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός
Το 1989, η εξουσία περνάει στον Φρεντερίκ ντε Κλερκ, τον τελευταίο Λευκό πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής του, απελευθερώνεται ο Νέλσον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου 1990, με τον οποίο μοιράστηκε το 1993 το Νόμπελ Ειρήνης, "για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής".Επίσης, νομιμοποιούνται τα άλλοτε απαγορευμένα πολιτικά κόμματα και από το Μάρτιο του 1990 αρχίζουν επίσημες διαπραγματεύσεις με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Η πλειονότητα των νόμων του απαρτχάιντ καταργούνται μεταξύ του 1989 και 1991 και τον Απρίλιο του 1992 πραγματοποιείται συνταγματική συνέλευση.
Αν και ορισμένοι συντηρητικοί Αφρικάνερς καταφεύγουν σε ουτοπιστικές πεποιθήσεις του παρελθόντος (Βόλκσταατ, λαϊκό κράτος), άλλοι, οι οποίοι θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι των Λευκών Νοτιοαφρικανών, υιοθετούν και πάλι το παλιότερο σλόγκαν "Προσαρμογή ή αφανισμός", οδηγώντας μια πολιτική "ανοίγματος" προς τη μαύρη πλειοψηφία της χώρας.
Μετά από τέσσερα χρόνια συνταγματικών διαπραγματεύσεων, οι πρώτες πολυφυλετικές εκλογές διεξάγονται τον Απρίλιο του 1994, οι οποίες οδηγούν στην εκλογή του Νέλσον Μαντέλα, πρώτου μαύρου προέδρου της Νοτίου Αφρικής.
Από το 1996 ως το 1998, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης διέσχισε όλη τη χώρα για να συλλέξει μαρτυρίες θυμάτων και καταπιεστών, οπαδών ή αντιπάλων του απαρτχάιντ, προκειμένου να καταγράψει όλες τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ 1960 και 1993 και να διαλευκάνει τα εγκλήματα και τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν είτε από την κυβέρνηση είτε από τα απελευθερωτικά κινήματα.
Η τελική έκθεση της Επιτροπής υπογραμμίζει την έλλειψη μεταμέλειας ή επεξηγήσεων ορισμένων πρώην πολιτικών ηγετών του καθεστώτος του απαρτχάιντ (Πίτερ Βίλεμ Μπότα, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, Μάγκνους Μάλαν), αλλά και την ανάλογη συμπεριφορά ορισμένων αρχηγών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ιδίως στα στρατόπεδα εκπαίδευσης της Ανγκόλα και της Τανζανίας.
Η πλειοψηφία όσων βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, αθωώθηκαν λόγω ελλιπών αποδείξεων ή συμμόρφωσης με τους κανόνες.
Η Νότια Αφρική αναφέρεται συχνά ως Έθνος Ουράνιο Τόξο, όρος που επινοήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και χρησιμοποιήθηκε από τον Νέλσον Μαντέλα ως μεταφορά για την περιγραφή της πολυπολιτισμικής απάντησης στον ρατσισμό και την ξενοφοβία της ιδεολογίας του απαρτχάιντ.
Τα κατάλοιπα του απαρτχάιντ πλήττουν ακόμα την πολιτική και την κοινωνία της Νοτίου Αφρικής
(onalert)
Ο φυλετικός διαχωρισμός στη Νότιο Αφρική ξεκίνησε κατά την αποικιοκρατία. Ως επίσημη πρακτική θεσμοθετήθηκε μετά τις γενικές εκλογές του 1948, οπότε και ο πληθυσμός της χώρας χωρίστηκε σε φυλετικές κατηγορίες και οριοθετήθηκαν συγκεκριμένες περιοχές διαβίωσης για την κάθε φυλή, κάτι που οδήγησε σε βίαιες μετοικήσεις. Το 1970 καταργήθηκε η πολιτική εκπροσώπηση όσων δεν ήταν λευκοί και έγινε περιορισμός τους σε απομονωμένες «νησίδες γης», τα λεγόμενα εθνικά κρατίδια μπαντουστάν. Διακρίσεις υπήρχαν στον τομέα της εκπαίδευσης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της διασκέδασης και άλλων δημοσίων παροχών και υπηρεσιών.
Εντός της επικράτειας που εφαρμοζόταν η πολιτική του απαρτχάιντ αναπτύχθηκε εσωτερική αντίσταση σε αυτήν και βία, ενώ και στο εξωτερικό υιοθετήθηκε μακροχρόνιο εμπάργκο κατά της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη δεκαετία του '80, είχε ήδη διαμορφωθεί ισχυρό αντιπολιτευτικό ρεύμα, το οποίο δεν έχασε τη δυναμική του παρά την προσπάθεια μεταρρυθμίσεων στην πολιτική απαρτχάιντ. Το 1990, ο Πρόεδρος Φρεντερίκ ντε Κλερκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη λήξη του απαρτχάιντ, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών το 1994 με τη συμμετοχή όλων των εθνοτήτων, από τις οποίες εξελέγη το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο με ηγέτη τον Νέλσον Μαντέλα. Ίχνη του απαρτχάιντ εντοπίζονται ακόμα, στη δεκαετία του 2010, στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή της Νοτίου Αφρικής.
Η πατρότητα του όρου «απαρτχάιντ» αποδίδεται στον καθηγητή P. van Biljoen, ο οποίος το 1935 πρότεινε τον καθορισμό της νέας πολιτικής, η οποία θα βασιζόταν στον γεωγραφικό διαχωρισμό διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων ως επέκταση των φυλετικών διακρίσεων που υφίσταντο μέχρι εκείνη τη στιγμή
Σύμφωνα με το απαρτχάιντ, η γεωγραφική θέση, η εθνικότητα και το κοινωνικό στάτους ενός ατόμου εξαρτιόταν από τη φυλή του. Επεκτεινόταν επίσης στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική διαίρεση του νοτιοαφρικανικού εδάφους.
Διαχωριζόταν σε δυο κατηγορίες:
- Tο μικρό απαρτχάιντ, που προστάτευε την καθημερινή ζωή των Λευκών από τη συναναστροφή τους με "μη-Λευκούς"
- Tο μεγάλο απαρτχάιντ, που αφορούσε τη διοικητική διαίρεση της χώρας σε διακριτές ζώνες, με βάση φυλετικά κριτήρια. Η πολιτική αυτή συνοδεύτηκε από μετατοπίσεις και ανασυντάξεις πληθυσμών "Μαύρων" σε εθνικούς θύλακες, οι οποίοι ονομάστηκαν μπαντουστάν.
O πληθυσμός χωριζόταν σε τέσσερις εθνικές κατηγορίες ιεραρχικά κατατμημένες:
- Λευκοί: Πρόκειται κυρίως για τους απόγονους των Ευρωπαίων μεταναστών που έφτασαν στην περιοχή από το 1652, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται οι Αφρικάνερς, από τους οποίους προήλθε και η αφρικάανς, και ο αγγλόφωνος πληθυσμός, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Ως τάξη, αντιπροσώπευαν περίπου το 21% του πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής, όταν ξεκίνησε το απαρτχάιντ.
- Ασιάτες : Πρόκειται για τους απόγονους των φτωχών εργατών της Ινδοκίνας, οι οποίοι ήταν γνωστοί με τον υποτιμητικό όρο κούληδες. Εργάζονταν από το 1860 στις περιοχές του Μαδράς και της Καλκούτα της Ινδίας, κυρίως σε φυτείες ζαχαροκάλαμων στο Νατάλ. Αντιπροσώπευαν τη δεκαετία του '50 λιγότερο από το 3% του πληθυσμού της περιοχής.
- Έγχρωμοι (ή μιγάδες): Διαχωρίζονταν αφενός στους πληθυσμούς που προήλθαν από επιμειξίες κατά τον 16ο και 17ο αιώνα μεταξύ Λευκών και Μαλάι, μουσουλμάνων σκλάβων ινδονησιακής καταγωγής,[5] και αφετέρου μεταξύ Λευκών και Κχοϊκχόι, γνωστών με την ονομασία Οτεντότοι από το ολλανδικό Huttentut, που σημαίνει τραυλός, επειδή έτσι ακουγόταν η γλώσσα τους στους αποικιοκράτες.[6][7] Αντιπροσώπευαν το 9% του πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής το 1950.
- Μαύροι (ή Μπαντού): Αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 67% του νοτιοαφρικανικού πληθυσμού, αλλά επρόκειτο για τη λιγότερο αστικοποιημένη "κατηγορία", ευρισκόμενοι κυρίως στην ύπαιθρο. Χωρίζονται σε πολλές επιμέρους εθνότητες, από τις οποίες οι πιο σημαντικές είναι οι Ζουλού και οι Ξόσα.
Αυτή τους η διαφοροποίηση αντιτάχθηκε έναντι στην ολλανδική μητρόπολη, αλλά και σε σχέση με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, οι οποίοι κατέφτασαν το 19ο αιώνα και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα. Τελικά, καθοδηγήθηκε σε ένα εθνικιστικό κίνημα των Αφρικάνερς, το οποίο επηρεάστηκε από τη θρησκεία, τις ταλαιπωρίες και τον πόλεμο ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, εκδήλωση του οποίου αποτέλεσε και η πολιτική του απαρτχάιντ.
Συνεπώς, το απαρτχάιντ δεν μπορεί να θεωρηθεί μονάχα ως μια μορφή πρώιμου καλβινισμού, ούτε ένα προπύργιο της αποικιοκρατίας, ούτε μια τοπική έκφανση του ευρωπαϊκού φασισμού ή ναζισμού. Η ιδεολογία του έλκει τις ρίζες της από τη θεολογία και το δόγμα της "λύτρωσης μέσω πίστης"των αποικιοκρατών. Κέντρο της καλβινιστικής διδασκαλίας είναι η παντοδύναμη κυριαρχία του Θεού και η προκαθορισμένη από αυτόν πορεία των ανθρώπων: κάποιοι θα λυτρώνονταν και θα πήγαιναν στον παράδεισο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.
Οι δεύτεροι ήταν φυσικό να θεωρούνται "κατώτεροι" των πρώτων, τους οποίους θα έπρεπε να υπακούν. Η σωτηρία της ψυχής θα ήταν επιτεύξιμη μόνο με την πίστη. Οι Μπόερς αφομοιώθηκαν εξίσου εύκολα εντός των "εκλεκτών" και μεγάλος αριθμός τους μέχρι την κατάργηση του απαρτχάιντ πίστευαν ότι ο Θεός τους είχε δώσει τη Νότια Αφρική, όπως στη Βίβλο έδωσε τη Χαναάν στους Ισραηλίτες, εξομοιώνοντας τους Μαύρους με τους Χαναναίους.
Η νίκη του Εθνικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής το 1948 εξέφρασε τη νίκη των Αφρικάνερς έναντι στην αγγλοσαξονική πολιτιστική αλλοτρίωση. Το ζήτημα δεν ήταν πλέον η προάσπιση της ταυτότητας των Αφρικάνερς, αλλά η προστασία των Λευκών της Νοτίου Αφρικής από την απειλή της δημογραφικής ισχύος των Αφρικανών, κάτι που έγινε γνωστό ως "Μαύρη Απειλή", στα αφρικάανς Swaart Gevaar. Ως αντίμετρο στην απειλή αυτή, οι Αφρικάνερς ανέπτυξαν το σύστημα του απαρτχάιντ, το οποίο, σύμφωνα με τους ίδιους, ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν ως εθνική ομάδα και να προφυλάξουν τα κοινωνικά τους συμφέροντα. Επίσης, παρουσιάστηκε ως ένα μέτρο δικαιοσύνης και ισότητας, το οποίο θα επέτρεπε στην κάθε φυλετική ομάδα που απάρτιζε τη νοτιοαφρικανική κοινωνία να ξεχωρίσει ως διακριτή εθνότητα. Πολλοί εθνικιστές Αφρικάνερς πρέσβευαν ότι το απαρτχάιντ θα έδινε ευκαιρίες στους Μαύρους, ευκαιρίες που δε θα είχαν διαφορετικά, αν υποχρεώνονταν σε έναν ίσοις όροις ανταγωνισμό με τους Λευκούς σε μια ενοποιημένη κοινωνία. Ωστόσο, ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη οι ανάλογες προσδοκίες του μαύρου πληθυσμού της Νοτίου Αφρικής. Το απαρτχάιντ επιβλήθηκε στις ομάδες αυτές μέσω της έννοιας Βaasskap: της κυριαρχίας του "λευκού αφέντη".
Από τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν έχουν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, καθώς βρίσκονται σε ένα κράτος πλέον στρατιωτικά και οικονομικά ισχυρό. Οι διακρίσεις και ο κοινωνικός διαχωρισμός δεν τεκμηριώνονται πλέον με ιδεολογικά, αλλά οικονομικά και πολιτικά κριτήρια, την κυριαρχία του καπιταλισμού και την πάταξη του κομμουνισμού.[14] Ανάλογος με τον όρο Μαύρη Απειλή, ήταν ο όρος Κόκκινη Απειλή (αφρικάανς Rooi Gevaar).
Η ανάπτυξη του εθνικισμού
Πόλεμος των Μπόερς
Ο Πόλεμος των Μπόερς (1899-1902) είναι το δεύτερο ιστορικό γεγονός μετά το Μεγάλο Ταξίδι, που αποκρυσταλλώνει το εθνικιστικό φρόνημα των Αφρικάνερς. Η ενθύμηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου σκοτώθηκαν πάνω από 26.000 μπόερς, της τακτικής της καμένης γης από τους Βρετανούς και της προσάρτησης περιοχών που παλαιότερα ανήκαν σε αυτούς έτρεφε την επιθυμία για εκδίκηση έναντι των Άγγλων. H δημογραφική καταρράκωση του πληθυσμού από τους πολέμους, αλλά και η ακόλουθη συρροή χιλιάδων Αφρικανών και Ασιατών εργατών, συνιστούσαν μια απειλή για τους Αφρικάνερς, οι οποίοι φοβούνταν μεγάλες δημογραφικές και πολιτικές αλλαγές.
Εξάλλου, η κυριαρχία των Άγγλων και η απαγόρευση να διδάσκονται τα αφρικάανς προκάλεσε την ίδρυση πολλών ιδιωτικών σχολείων από τους ίδιους τους Αφρικάνερς, κάτι το οποίο καλλιέργησε μια συλλογική ταυτότητα με κοινά στοιχεία τη γλώσσα αφρικάανς, την καλβινιστική πίστη και την ερμηνεία της ιστορίας με ημι-θρησκευτικό τρόπο.
To 1910, δημιουργείται η Ένωση της Νότιας Αφρικής, η οποία και εισέρχεται στην Κοινοπολιτεία των Εθνών. Οι πρώτοι νόμοι υπέρ των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο εμφανίστηκαν το 1913 και το 1923 (Native Land Act, Native Urban Act), αλλά δεν εντάσσονταν σε ένα ενιαίο πρόγραμμα, παρά αποτελούσαν απάντηση στην αλληλοδιείσδυση μεταξύ Λευκών και Μαύρων. Θεωρούνταν ένα προσωρινό μέτρο, χωρίς μακροχρόνιο ορίζοντα.
Κατά τα έτη 1914-1915, υπήρξε μια αντίθεση από Μπόερς αξιωματούχους για τη συμμετοχή ή όχι της χώρας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο θάνατος ενός από αυτούς προκάλεσε εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης, η οποία πολιτικά προκάλεσε την ενδυνάμωση του νεοσύστατου Εθνικού Κόμματος, με ηγέτη τον πολιτικό Τζέιμς Χέρτζογκ.
Αδελφότητα των Αφρικάνερς
Το 1918, ιδρύεται στο Γιοχάνεσμπουργκ η Αδερφότητα των Αφρικάνερς (Afrikaner Broederbond, αρχικά Jong Suid Afrika), μια ελευθεροτεκτονικού τύπου αδελφότητα, με σκοπό την προστασία των μελών της κοινότητάς τους με την ανάκτηση των δικαιωμάτων που έχασαν το 1902, στο τέλος του Δεύτερου Πολέμου των Μπόερς. O σύνδεσμος αυτός αρχικά προσέλκυσε στις τάξεις του καλβινιστές ιερείς, εργάτες στους σιδηροδρόμους και αστυνομικούς και διατηρούσε χαρακτήρα σεκταριστικό.6 χρόνια αργότερα, είχε εξελιχθεί και επεκταθεί σε μια ελευθεροτεκτονική μυστική οργάνωση, η οποία είχε στρατολογήσει έναν αυξανόμενο αριθμό δασκάλων, καθηγητών, πανεπιστημιακών και πολιτικών.
Η Αδελφότητα τίθεται υπέρμαχος της αφρικάανς και των συμφερόντων των Αφρικάνερς υπέρ όλων των υπολοίπων εθνοτήτων της Νότιας Αφρικής και η προάσπιση της εθνικής αυτής ταυτότητας γίνεται "ιερή αποστολή", η οποία θα θριαμβεύσει με τη μαζική κινητοποίηση όλων των Αφρικάνερς. Σταδιακά, πάνω σε αυτό το δόγμα θα στηριχθεί η ανάπτυξη της πολιτικής του απαρτχάιντ. Είναι γεγονός ότι από το 1948 και μετά όλοι οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί της Νοτίου Αφρικής ανήκαν στην Αδελφότητα.
Το 1925, υπό την κυβέρνηση του Εθνικού Κόμματος και του Τζέιμς Χέρτζογκ, τα αφρικάανς αντικαθιστούν τα ολλανδικά και αναγνωρίζονται ως επίσημη γλώσσα μαζί με τα αγγλικά. Το 1927, η χώρα αποκτά την πρώτη της επίσημη σημαία,καρπό μιας συμφωνίας μεταξύ αγγλόφωνων και αφρικάνερς, και τον εθνικό ύμνο Die Stem van Suid Afrika, Το Κάλεσμα της Νότιας Αφρικής.
Την περίοδο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδύονται κάποια εξτρεμιστικά εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, κάποια από τα οποία είχαν επηρεαστεί από το ναζισμό και ήθελαν να εκμεταλλευτούν το διάχυτο εθνικισμό της εποχής εκείνης. Απ' την πλευρά του, το 1940 το Εθνικό Κόμμα σχίζεται στα δυο, καθώς η πλευρά που πρόσκειται στον Τζέιμς Χέρτζογκ αυτονομείται και δημιουργεί ανεξάρτητο κόμμα, το Κόμμα των Αφρικάνερς, εκφράζοντας μια πιο φιλελεύθερη άποψη και δεκτική σε μια προσέγγιση με τους αγγλόφωνους.
Το 1948, η νίκη του Εθνικού Κόμματος θεωρείται ως νίκη της Αδερφότητας των Αφρικάνερς. Ο κίνδυνος της κυριαρχίας των Άγγλων έχει πλέον αποφευχθεί και έχει πραγματοποιηθεί η ενότητα όλων των Αφρικάνερς. Ωστόσο, παραμένει η Μαύρη Απειλή (Swaartgevaar), όπως προαναφέρθηκε. Ο κίνδυνος πλέον δεν είναι η προστασία από τους Άγγλους, αλλά η προστασία όλων των Λευκών (αγγλόφωνοι, αφρικάνερς, πορτογαλόφωνοι) από την απειλή της μεγάλης αφρικανικής μάζας.
Η εφαρμογή του απαρτχάιντ
Τον Ιούνιο του 1948, το Εθνικό Κόμμα ανεβαίνει στην εξουσία και θέτει σε εφαρμογή επίσημα την πολιτική του απαρτχάιντ, μια πολιτική πολύ πιο ακριβή, συμπαγή, μόνιμη και αμετάβλητη από το παλαιότερο σκεπτικό των φυλετικών εμποδίων (Colour Bar).
O στόχος της πολιτικής αυτής ήταν να διασφαλίσει επίσημα και θεσμικά τη διακριτή ανάπτυξη των φυλετικών κοινοτήτων, χωρίς η μια να εκμεταλλεύεται την άλλη, σύμφωνα με το θεωρητικό Χέντρικ Φέρβερντ, τον αποκαλούμενο πατέρα και αρχιτέκτονα του Απαρτχάιντ.[39][40] Σταδιακά, ο διαχωρισμός μεταξύ των Αφρικάνερς και των υπολοίπων Λευκών σταμάτησε να υφίσταται. Οι διαφυλετικοί γάμοι μεταξύ Μαύρων και Λευκών απαγορεύονταν.
(ΜΗ - ΛΕΥΚΟΙ ΜΟΝΟ)
Πέρα από το διαχωρισμό των 4 εθνικών κατηγοριών που αναπτύχθηκε παραπάνω (Λευκοί, Κούληδες, Μιγάδες, Μπαντού), θεσπίστηκαν νομοθετικά κείμενα για την κατοικία, την εκπαίδευση, τη μετακίνηση των ατόμων, την εργασία και οτιδήποτε άλλο ενέπιπτε στην κοινωνική ζωή του πληθυσμού. Από το 1953, τέθηκε σε ισχύ και ο νόμος που αφορούσε την πρόσβαση σε υπηρεσίες και δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα ταμπέλες με την επιγραφή "Μόνο Λευκοί" να υπάρχουν σε όλη τη Νότια Αφρική.
To 1956, o διάδοχος του Ντανιέλ Φρανσουά Μαλάν, Γιοχάνες Στράιντομ, κατάργησε το δικαίωμα ψήφου των "έγχρωμων" κατοίκων της Επαρχίας του Ακρωτηρίου, Μιγάδων και Μαύρων.
Δημιουργήθηκαν εθνικά κρατίδια, τα λεγόμενα Μπαντουστάν, στη θέση των παλαιών περιοριστικών τομέων της παλαιάς νομοθεσίας. Οικονομικά ελάχιστα επιβιώσιμα και αποτελώντας μονάχα το 13% του συνολικού εδάφους της χώρας, τα Μπαντουστάν περιέκλειαν ολόκληρους πληθυσμούς σε απομονωμένες νησίδες γης, ως επί το πλείστον στερημένες από φυσικό πλούτο και βιομηχανία, χωρίς πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο. H επιφανειακή αυτή "ανεξαρτησία" κάποιες φορές βόλευε τους ντόπιους άρχοντες.
Μόνο οι Λευκοί απολάμβαναν δημοκρατικό πολίτευμα και αργότερα, το 1984, ένα μικρό ποσοστό Ινδών και Μιγάδων.
(Διαταγή για Χρήση των κοινών τουαλέτων ΜΟΝΟ απο λευκους )
Νόμοι του απαρτχάιντ
Κύριο λήμμα: Νόμοι του απαρτχάιντ
Παρακάτω βρίσκονται κάποιοι από τους νόμους που θεσπίστηκαν κατά το απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική κυρίως μεταξύ των ετών 1945-1990:[41][42]
- Νόμος απαγόρευσης των μεικτών γάμων (1949)[43]
- Νόμος ανηθικότητας(1950), που τιμωρούσε τη σεξουαλική επαφή μεταξύ Λευκών και μη-Λευκών.
- Νόμος κατηγοριοποίησης του πληθυσμού ανάλογα με τη φυλή τους (1950)
- Νόμος καταστολής του κομουνισμού (1950), που επέτρεπε στην κυβέρνηση να απαγορεύσει την ύπαρξη κομουνιστικού πολιτικού κόμματος.[44]
- Νόμος ξεχωριστών κατοικιών (27 Απριλίου 1950), που καθόριζε τις αστικές ζώνες κατοίκησης μες στην πόλη
- Pass Laws (1952), οι οποίοι υποχρέωναν τους Μαύρους άνω των 16 ετών να έχουν πάντοτε μαζί τους ένα έγγραφο σαν πάσο/διαβατήριο, που όριζε αν είχαν κυβερνητική άδεια να βρίσκονται σε συγκεκριμένες συνοικίες.
- Νόμος για ξεχωριστή χρήση των δημοσίων χώρων (1953), π.χ. δημόσιες τουαλέτες, πλατείες, σιντριβάνια κ.ά.
- Νόμος για την εκπαίδευση Μπαντού (1953), που αφορούσε το σχολικό πρόγραμμα των Μαύρων.[45]
- Απαγόρευση των απεργιών στους Μαύρους εργάτες και της παθητικής αντίστασης (1953).
- Νόμος μετεγκατάστασης γηγενών πληθυσμών (1954), που επέτρεπε την εκδίωξη Μαύρων που ζούσαν σε περιοχές που είχαν αποδοθεί στους Λευκούς.
- Νόμος περί Εργασίας και Ορυχείων (1956), που επισημοποιούσε τις φυλετικές διακρίσεις στο χώρο εργασίας.
- Νόμος προώθησης αυτόνομων Μαύρων κυβερνήσεων, κατά τον οποίο δημιουργήθηκαν μπαντουστάν υπό διοίκηση μη-Λευκών.[46]
- Νόμος περί ιθαγένειας των Μαύρων, που αφαιρούσε τη νοτιοαφρικανική ιθαγένεια από τους Μαύρους που ζούσαν στα μπαντουστάν.
- Διάταγμα περί αφρικάανς (1974), το οποίο υποχρέωνε όλα τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να διδάσκουν στην αφρικάανς τα μαθηματικά, τις κοινωνικές επιστήμες, ιστορία και γεωγραφία.
- Νόμος απαγόρευσης της επαγγελματικής κατάρτισης των Μαύρων (1976)
Το απαρτχάιντ προκάλεσε οργή και απογοήτευση στους Μαύρους και άλλες μειονοτικές ομάδες, οι οποίοι βρήκαν βήμα έκφρασης μέσα από το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, αλλά και σε ορισμένους φιλελευθεριστές Λευκούς, οι οποίοι αντιπροσωπεύονταν από το Δημοκρατικό Κόμμα της χώρας.
Η κυβέρνηση αντιδρούσε με βίαιο συχνά τρόπο: οι διαμαρτυρόμενοι καταδικάζονταν και φυλακίζονταν.
Οι πρώτες εκστρατείες αντίθεσης στην εφαρμογή του απαρτχάιντ χρονολογούνται το 1952. Το 1955, στο Κλιπτάουν, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το Κομουνιστικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί και άλλα κινήματα διαμαρτυρίας υιοθέτησαν μια χάρτα δικαιωμάτων, με την οποία θα καταργούνταν όλες οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική, θα εγκαθίστατο δημοκρατικό καθεστώς και ένα πολιτικό πρόγραμμα αγροτικής και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης (κατώτατο όριο μισθών, 44ωρο εργασίας την εβδομάδα, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). 156 άτομα (105 Μαύροι, 21 Ινδοί, 23 Λευκοί και 7 Μιγάδες) συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, ότι σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με τη βία και την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος. Η ποινή για εσχάτη προδοσία ήταν θάνατος.
Αν κατά τη δεκαετία του '70, οι Αφρικάνερς δεν είχαν πλέον το φόβο να χάσουν την εθνική τους ταυτότητα, ο φόβος αυτός επανήλθε κατά τη δεκαετία του '80 λόγω τριών παραγόντων:
- της αύξησης των εσωτερικών διαμαχών με τους Μαύρους από το 1976.
- της αυξανόμενης αντίθεσης των Αφρικάνερς ιερέων, καθώς η τοπική ολλανδική μεταρρυθμιστική εκκλησία καταδίκασε το απαρτχάιντ το 1986.
- της διεθνούς καταδίκης της Νοτίου Αφρικής για την πολιτική του απαρτχάιντ. Το 1973, ένα ψήφισμα από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώριζε το απαρτχάιντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
Μέθοδοι κυβέρνησης και ανταρτών
Οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας είχαν προσλάβει επιστήμονες για ένα πρόγραμμα μείωσης της γονιμότητας των Μαύρων γυναικών, μέσω μιας ουσίας που διαχεόταν στο νερό ή κάποιου είδους ένεσης. Εξάλλου, το καθεστώς του απαρτχάιντ ωθούσε τις μαύρες γυναίκες σε αντισύλληψη και έλεγχο των γεννήσεων,με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο μέσος όρος παιδιών ανά μαύρη οικογένεια στη Νότια Αφρική να έχει πέσει από 6 σε 4,6, το χαμηλότερο ποσοστό εκείνη την περίοδο στην υποσαχάρια Αφρική. Ωστόσο, βάσει δημογραφικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών στοιχείων και πηγών, υποστηρίζεται ότι οι μαύρες της Νοτίου Αφρικής είχαν ανάγκη τον οικογενειακό προγραμματισμό, αμφισβητώντας την εφαρμογή της πρακτικής αυτής για ρατσιστικούς λόγους.
Από την πλευρά του, το στρατιωτικό τμήμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), οργάνωνε τον ανταρτοπόλεμό του σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Ανγκόλα, στην Τανζανία ή τη Ζάμπια, όπου λάμβαναν χώρα βασανιστήρια και εκτελέσεις στρατιωτικών που κατηγορούνταν για κατασκοπεία. Από το 1977, οργάνωνε σαμποτάζ και επιθέσεις ακόμα και εντός της Νότιας Αφρικής. Κάποιες φορές, οι ενέργειες ήταν συμβολικές, όπως επίθεση κατά των αστυνομικών τμημάτων στα μπαντουστάν, ωστόσο άλλες φορές, επρόκειτο για πραγματικές τρομοκρατικές ενέργειες: επίθεση στην Church Street στην Πραιτώρια το 1983, επίθεση στο Αμανζιμτότι το 1985, δολοφονίες Λευκών γεωργών στο βορρά και ανατολικά στο Τράνσβααλ ή τοπικής αστυνομίας ή Μαύρων που κατηγορούνταν για συνεργασία με τις Αρχές.
Κατάργηση του απαρτχάιντ
Χειραψία του Φρεντερίκ ντε Κλερκ και του Νέλσον Μαντέλα τον Ιανουάριο του 1992, στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός
Το 1989, η εξουσία περνάει στον Φρεντερίκ ντε Κλερκ, τον τελευταίο Λευκό πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής του, απελευθερώνεται ο Νέλσον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου 1990, με τον οποίο μοιράστηκε το 1993 το Νόμπελ Ειρήνης, "για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής".Επίσης, νομιμοποιούνται τα άλλοτε απαγορευμένα πολιτικά κόμματα και από το Μάρτιο του 1990 αρχίζουν επίσημες διαπραγματεύσεις με το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Η πλειονότητα των νόμων του απαρτχάιντ καταργούνται μεταξύ του 1989 και 1991 και τον Απρίλιο του 1992 πραγματοποιείται συνταγματική συνέλευση.
Αν και ορισμένοι συντηρητικοί Αφρικάνερς καταφεύγουν σε ουτοπιστικές πεποιθήσεις του παρελθόντος (Βόλκσταατ, λαϊκό κράτος), άλλοι, οι οποίοι θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι των Λευκών Νοτιοαφρικανών, υιοθετούν και πάλι το παλιότερο σλόγκαν "Προσαρμογή ή αφανισμός", οδηγώντας μια πολιτική "ανοίγματος" προς τη μαύρη πλειοψηφία της χώρας.
Μετά από τέσσερα χρόνια συνταγματικών διαπραγματεύσεων, οι πρώτες πολυφυλετικές εκλογές διεξάγονται τον Απρίλιο του 1994, οι οποίες οδηγούν στην εκλογή του Νέλσον Μαντέλα, πρώτου μαύρου προέδρου της Νοτίου Αφρικής.
Από το 1996 ως το 1998, η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης διέσχισε όλη τη χώρα για να συλλέξει μαρτυρίες θυμάτων και καταπιεστών, οπαδών ή αντιπάλων του απαρτχάιντ, προκειμένου να καταγράψει όλες τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ 1960 και 1993 και να διαλευκάνει τα εγκλήματα και τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν είτε από την κυβέρνηση είτε από τα απελευθερωτικά κινήματα.
Η τελική έκθεση της Επιτροπής υπογραμμίζει την έλλειψη μεταμέλειας ή επεξηγήσεων ορισμένων πρώην πολιτικών ηγετών του καθεστώτος του απαρτχάιντ (Πίτερ Βίλεμ Μπότα, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, Μάγκνους Μάλαν), αλλά και την ανάλογη συμπεριφορά ορισμένων αρχηγών του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ιδίως στα στρατόπεδα εκπαίδευσης της Ανγκόλα και της Τανζανίας.
Η πλειοψηφία όσων βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης, αθωώθηκαν λόγω ελλιπών αποδείξεων ή συμμόρφωσης με τους κανόνες.
Η Νότια Αφρική αναφέρεται συχνά ως Έθνος Ουράνιο Τόξο, όρος που επινοήθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Ντέσμοντ Τούτου και χρησιμοποιήθηκε από τον Νέλσον Μαντέλα ως μεταφορά για την περιγραφή της πολυπολιτισμικής απάντησης στον ρατσισμό και την ξενοφοβία της ιδεολογίας του απαρτχάιντ.
Τα κατάλοιπα του απαρτχάιντ πλήττουν ακόμα την πολιτική και την κοινωνία της Νοτίου Αφρικής
(onalert)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου