Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Ήμουν κι εγώ εκεί, τελείωσα Πάντειο


Γράφει ο Γιώργος Παυριανός

Το καυτό καλοκαίρι του 1974 οι Τούρκοι έχουν εισβάλει στην Κύπρο, η χούντα του Ιωαννίδη έχει πέσει και εγώ, αντί να διαβάζω για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ, τρέχω στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για να υποδεχτώ τους πολιτικούς που επιστρέφουν στην Ελλάδα, στις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη, στα συλλαλητήρια για την Κύπρο, στις πρώτες συνεδριάσεις του ΠΑΣΟΚ. Είμαι 18 χρονών, έχω μακριά μαλλιά και μούσια, φοράω στρατιωτικά παντελόνια, αμπέχονο και άρβυλα και έχω πάντα κρεμασμένη στον ώμο μια στρατιωτική τσάντα. Έχω αγγίξει τη Mercedes του Κωνσταντίνου Καραμανλή έξω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, έχω σφίξει το χέρι του Γιάννη Ρίτσου, έχω συναντήσει τη Μελίνα Μερκούρη, όλα τα έχω κάνει αλλά βιβλίο δεν έχω ανοίξει. Πήγα αδιάβαστος να δώσω εξετάσεις, ευτυχώς τα θέματα ήταν εύκολα, έγραψα καλά, πέρασα, και μάλιστα με υποτροφία 20.000 δραχμές.


Πρώτη μέρα στην Πάντειο. Στην είσοδο επικρατεί αναβρασμός. Εκπρόσωποι από όλες τις πολιτικές νεολαίες έχουν παραταχτεί δεξιά και αριστερά και όπως περνάμε εμείς, τα πρωτάκια, μας την πέφτουν: πουλάνε εφημερίδες, κονκάρδες, κασέτες του Νικόλα Άσιμου, αφίσες. Μας μοιράζουν φυλλάδια και μπροσούρες. «Συνάδελφε, συναγωνιστή, σύντροφε, ό,τι χρειαστείς, η παράταξη είναι εδώ για να σε βοηθήσει». Καλοντυμένοι φλώροι της ΝΔ, αγόρια με μούσια του ΚΚΕ εσωτερικού, κορίτσια με μουστάκια του ΚΚΕ εξωτερικού, ευγενικοί νεολαίοι του ΠΑΣΟΚ, επιθετικοί Τροτσκιστές, φιλοσοφημένοι Μαοϊκοί, οργισμένοι Αναρχικοί, μια γενιά ολόκληρη που πάλλεται από αγωνιστικότητα και ενθουσιασμό. Καταλαβαίνω ότι εδώ δεν μπορείς να μιλάς και να συμπεριφέρεσαι σαν πρόσωπο αλλά σαν ομάδα. Γράφομαι στην ΠΑΣΠ, τη φοιτητική παράταξη του ΠΑΣΟΚ.

Μαζί με τα άλλα πρωτάκια πηγαίνω στην αίθουσα εκδηλώσεων. Εδώ μας περιμένουν οι καθηγητές μας για να μας υποδεχτούν. Και τι καθηγητές! Η αφρόκρεμα: Ο πρύτανης Ιωάννης Γεωργάκης, μεγάλη μορφή της διπλωματίας. Ο Σάκης Καράγιωργας, αντιστασιακός που έχει χάσει το αριστερό του χέρι, όταν μια βόμβα που τοποθετούσε επί χούντας έσκασε πριν την ώρα της. Ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας ευγενικός άντρας που έχει έρθει από το Παρίσι και μαζί με τον αεικίνητο Γιώργο Βέλτσο διδάσκουν Κοινωνιολογία. Ο Γιώργος Δασκαλάκης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρόεδρος του ΕΟΤ. Ο ενθουσιώδης Άλκης Ρήγος. Ο βαθυστόχαστος Δημήτρης Τσάτσος. Μετά από σύντομο χαιρετισμό του πρύτανη και ατελείωτους χαιρετισμούς των πολιτικών νεολαιών, ανεβαίνει στη σκηνή ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των φοιτητών: «Και τώρα η ορχήστρα της Παντείου ΜΕΛΟΣ (Μικρή Ελληνική Λαϊκή Ορχήστρα Σπουδαστών) θα σας καλωσορίσει με μια επιλογή από ελληνικά τραγούδια. Το πρόγραμμα έχει ετοιμάσει ο συνάδελφος Σταμάτης Κραουνάκης. Τραγουδάει η συναδέλφισσα Λίνα Νικολακοπούλου». Σφυρίγματα, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός, βγαίνει ένας περίεργος τύπος με μούσια και μαλλιά αφάνα, ντυμένος σαν χίπης, με πουκαμίσα, φαρδύ παντελόνι και σανδάλια. Μας κοιτάζει σχεδόν έντρομος πίσω από τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του, πάει και κάθεται στο πιάνο. Βγαίνει και η ορχήστρα. Βγαίνει και ένα ντροπαλό κορίτσι με τζιν, μαύρο ζιβάγκο και τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Πλησιάζει το μικρόφωνο, τα φώτα χαμηλώνουν, οι πρώτες νότες από το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» δονούν τον αέρα…

«Ρε σεις, βρήκα ένα σκουλήκι στο κοτόπουλό μου!» ακούω να λέει ένας φοιτητής. «Αυτό δεν είναι τίποτα, εγώ βρήκα ένα κοτόπουλο στο σκουλήκι μου!» του απαντάει ένας άλλος. Ακούγονται από παντού τρανταχτά γέλια.

Βρίσκομαι στο εστιατόριο της σχολής και περιμένω να με σερβίρει ο μάγειρας. Μας έχουν δώσει κουπόνια για να τρώμε δωρεάν, αλλά όπως φαίνεται το φαγητό είναι άθλιο. «Τι θα πάρεις;» με ρωτάει άγρια. «Κοτόπουλο με πατάτες. Δεν βλέπω να έχει και τίποτε άλλο!». Με κοιτάει με μισό μάτι, με σερβίρει, ψάχνω να βρω τραπέζι, βλέπω σε μια γωνιά τον Κραουνάκη να τρώει με τη Νικολακοπούλου και τους μουσικούς του συγκροτήματος. «Παιδιά, να κάτσω μαζί σας;». «Κάτσε, συνάδελφε. Και βάλε μπόλικο λεμόνι στο κοτόπουλο. Για το σκορβούτο!» μου λέει η Λίνα και ένα αυθόρμητο γέλιο φωτίζει το μελαγχολικό της πρόσωπο.

Στο εστιατόριο της σχολής έτρωγα τα μεσημέρια, πριν τις μαραθώνιες γενικές συνελεύσεις που κράταγαν μέχρι αργά το βράδυ. Η αίθουσα των συνελεύσεων ήταν πάντα πνιγμένη στο ντουμάνι από τα τσιγάρα, μύριζε ιδρωτίλα και ποδαρίλα και είχε συνεχώς πρόβλημα με τα φώτα. Εκεί λοιπόν στο μισοσκόταδο, σαν ήρωες του Αϊζενστάιν, αγόρευαν με τις ώρες, πετάγονταν απάνω και διέκοπταν τον ομιλητή, οργάνωναν διαδηλώσεις και πορείες, όχι μόνο φοιτητές της Παντείου αλλά και από άλλες σχολές. Εκεί έλαμψαν μελλοντικά αστέρια της πολιτικής, ο φωνακλάς Στέφανος Τζουμάκας, ο οργανωτικός Κώστας Λαλιώτης, ο μαχητικός Τριαντάφυλλος Δραβαλιάρης, ο δυναμικός Αντρέας Λοβέρδος, ο δημοφιλής Γιάννης Φλώρος. Μια φορά που αποπειράθηκα να μιλήσω εναντίον των Αμερικανών, που είναι φονιάδες των λαών, πετάχτηκε ένας «τότε γιατί φοράς αμερικάνικο τζιν, ρε σύντροφε;» με ρώτησε, ακούστηκε ένα «ουουουου!», έχασα τα λόγια μου, έκατσα κάτω. «Όλοι από την Αμερικάνικη Αγορά ψωνίζουμε, συνάδελφε, δεν έχουμε τα ρούβλια που παίρνετε εσείς από τη Μόσχα!» με κάλυψε κάποιος δικός μας. Έγινε χλαπαταγή, κάνω να σηκωθώ να μιλήσω «επί προσωπικού», δεν με άφησαν. Από τότε πήγαινα στις συνελεύσεις μόνο για να ψηφίζω.

Πήγα και στα μαθήματα, παρακολούθησα αρκετές παραδόσεις, οι καθηγητές ήταν ο ένας καλύτερος από τον άλλον, όταν όμως από την αίθουσα των συνελεύσεων ακούς να γίνεται χαμός και στην αίθουσα διδασκαλίας κάνεις μαθήματα Μαρξιστικής Οικονομίας, ακόμα κι αν διδάσκει ο Καράγιωργας, σηκώνεσαι και πας στην αίθουσα συνελεύσεων, πώς να το κάνουμε;

Άρχισα να πηγαίνω στις ταβέρνες. Τα λεφτά της υποτροφίας μού έδιναν την άνεση να βγαίνω σχεδόν κάθε βράδυ. Όλες οι κομματικές νεολαίες διοργάνωναν συγκεντρώσεις στις ταβέρνες. Έδινα ένα 20άρικο και μπορούσα να φάω χωριάτικη σαλάτα, πατάτες φρεσκοτηγανισμένες, λουκάνικο, ρώσικη, που ήταν τότε πολύ της μόδας, και να διαλέξω για κυρίως πιάτο μπριζόλα ή κοκκινιστό. Το κρασί ή την μπίρα τα πλήρωνες χωριστά. Κάποια στιγμή έβγαινε και ο ταμίας της παράταξης με ένα μπλοκάκι και έπρεπε να δώσω κάνα 10άρικο για την ενίσχυση του κόμματος. Με 30 δραχμές μπορούσα να φάω, να κάνω το κομματικό μου καθήκον και να γνωρίσω καινούργιους ανθρώπους, καμιά φορά και εκτός ταβέρνας, καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Η ταβέρνα με το μεγαλύτερο σουξέ λεγόταν «Πίνει και λύνει». Ήταν πίσω από την Πάντειο και πηγαίναμε συχνά. Εκεί γνώρισα τον Μήτσο Ευθυμιάδη, τον Γιώργο Σκούρτη, τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, τη Δήμητρα Παπαδοπούλου. Το «Ασχημόπαπο» στα Πετράλωνα ήταν χωρισμένο σε μικρά δωματιάκια. Όλες οι παρατάξεις πήγαιναν εκεί γιατί ο ιδιοκτήτης φρόντιζε να βάζει ομοϊδεάτες στο κάθε δωμάτιο και έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Είχε το καλύτερο μοσχάρι γιουβέτσι της Αθήνας. Τα «Μπακαλιαράκια» στην Πλάκα μου άρεσαν πολύ, αλλά μετά ήθελα τρεις μέρες εξαερισμό για να φύγει η τσίκνα από τα ρούχα. Ο «Μάνεσης» στο λόφο του Αρδηττού ήταν διάσημος για το αρνάκι στη λαδόκολα. Συνήθως εκεί συναντούσες Νεοδημοκράτες, ίσως γιατί ο Καραμανλής έμενε λίγο πιο κάτω, απέναντι από το Καλλιμάρμαρο. Θα πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον 5 ταβέρνες με το όνομα «Φιλετάκια»: στη Δάφνη, στα Εξάρχεια, στην Ηλιούπολη, παντού υπήρχε μια ταβέρνα με αυτό το όνομα. Της Ηλιούπολης ήταν τα πιο γνωστά, με καταπληκτικές τιμές. Καλές τιμές είχαν και τα «Παϊδάκια» στο Θησείο. Πηγαίναμε μεγάλες παρέες, παραγγέλναμε 3 κιλά παϊδάκια και όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε! Ο «Θεόφιλος» με τους υπέροχους κεφτέδες, ο «Τσεκούρας» με το μοσχάρι λεμονάτο και η «Κληματαριά» με τους μοναδικούς λαχανοντολμάδες ήταν τρεις ταβέρνες στην Πλάκα που γέμιζαν με φοιτητές. Να μην ξεχάσω τα σουβλάκια του «Κάβουρα» στα Εξάρχεια, το εστιατόριο του «Παππού» στο Κουκάκι και τον «Παπανδρέου» στην κρεαταγορά. Επίσης να αποτίσω φόρο τιμής σε όλες ανεξαιρέτως τις ταβέρνες της Καισαριανής που επί δεκαετίες έθρεψαν και θρέφουν ακόμα γενιές φοιτητών.

Στις περισσότερες η διακόσμηση ήταν ίδια: κουρελούδες, γκλίτσες και ταγάρια στον τοίχο, άντε και μερικά δίχτυα με όστρακα και αστερίες, καρό τραπεζομάντιλα, ψάθινες καρέκλες, βαρέλια με κρασί. Αφού τρώγαμε και πίναμε, έπιανε κάποιος μια κιθάρα και αρχίζαμε να τραγουδάμε ομαδικά: «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς», «Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά πέσανε πάνω στην εργατιά», μέχρι “Pantiera rosa triomphera” φτάνανε μερικοί. Στο σημείο αυτό μπορούσες να κάνεις καμάκι. Την ώρα που τραγουδούσες π.χ. «την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ μα το ’χω μυστικό», αν είχες εντοπίσει καμιά συντρόφισσα που σου άρεσε, έπρεπε να την κοιτάξεις με νόημα ή να της ανάψεις το τσιγάρο. Αυτή πάλι, αν σε γούσταρε, την ώρα που τραγουδούσε «έλα γλυκά να αγαπηθούμε σε όλα τα μέρη του θανάτου, στο θάλαμο των αερίων», έπρεπε ας πούμε να σου βάλει κρασί. Κάποια στιγμή σταμάταγε το ομαδικό τραγούδι και μέσα σε γενική ησυχία και συγκίνηση ο κιθαρωδός έλεγε πιο solo κομμάτια: «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», «ο Στέφαν, ο Γιόχαν κι ο Χανς», «ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή, σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί», τέτοια. Μέχρι το «πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» έπρεπε να είχε γίνει το κονέ, η «ζύμωση» όπως το λέγαμε τότε. Τραγουδούσες για φινάλε μαζί με τους άλλους το «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα», έπαιρνες το σύντροφο ή τη συντρόφισσα και φεύγατε για τα περαιτέρω.

Έχουμε γίνει κολλητοί με τον Σταμάτη. Εργατικός και ενθουσιώδης, έχει μελοποιήσει αποσπάσματα από το ποίημα-ποταμό (!) που έχω γράψει με τίτλο «Στον άγνωστο πολιτικό κρατούμενο» (!). Το έχει απαγγείλει στο Σπόρτινγκ με την υπέροχη φωνή του ο γλυκός και ευγενικός Νικηφόρος Νανέρης και έχουν τραγουδήσει η Χαραλαμπία Πομόνη, η Μαρία Μαρκέτου και ο Γιάννης Σιαμψιάρης.

Κάθε πρωί τηλεφωνιόμαστε με τις ώρες. Εγώ μιλάω με φωνή Αλίκης Βουγιουκλάκη και αυτός με φωνή Σαπφώς Νοταρά. Ξεκινάμε πάντα με το γνωστό αστείο της εποχής: «Την κυρία Νοταρά, παρακαλώ». «Ποιος τη ζητεί;». «Ο Χάρος!». «Πρώτη φορά ακούω Χάρο πούστη!». Ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Το μεσημέρι πηγαίνω στο ξυλάδικο του πατέρα του, στη Δάφνη. Εκεί, πάνω σε ένα μικρό πατάρι, πιο σοβαροί τώρα, γράφουμε τραγούδια, κάνουμε σχέδια, διαβάζουμε ποιήματα, τηλεφωνιόμαστε με φίλους, ονειρευόμαστε. Πολλές φορές σταματάει απότομα, κατεβαίνει από το πατάρι και πάει να κατουρήσει ένα καδρόνι. «Μα γιατί το κάνεις αυτό, αφού υπάρχει τουαλέτα;» τον ρώτησα την πρώτη φορά που τον είδα και μου εξήγησε ότι ο πατέρας του, ο κυρ-Αντώνης, του είχε πει πως τα κατουρημένα ξύλα αγοράζουν οι πελάτες. Και 9 στις 10 το μαγικό πετύχαινε! Πολλά απογεύματα, μόλις κλείσει το μαγαζί, με παίρνει και κατεβαίνουμε στο πατρικό του στη Βούλα. Έρχεται και ο Σιαμψιάρης και τρώμε τις αλησμόνητες στριφτές πίτες της μάνας του, της κυρίας Τούλας.

Το «σαράι» ήταν μια παράγκα δύο δωματίων χτισμένη πάνω σε μια καρβουναποθήκη. Ο καρβουνιάρης ήταν και ο ιδιοκτήτης. Το νοίκι ήταν ακριβό, 1.500 δραχμές, αλλά είχε δύο βασικά πλεονεκτήματα: ήταν πολύ κοντά στην Πάντειο, στις αρχές της Βεΐκου, και είχε τηλέφωνο. Αποφασίσαμε να το πιάσουμε μαζί με τον Σταμάτη. Ένα απόγευμα ήρθε στο σπίτι μου με το παλιό κόκκινο Volvo του πατέρα του, οι γονείς μου έλειπαν, από το παράθυρο φορτώσαμε κουρελούδες, σεντόνια, τζοβαΐρια, ό,τι πρόλαβα να αρπάξω, μετά περάσαμε από το ξυλάδικο, πήραμε σανίδες για έπιπλα και ράφια και τα πήγαμε στο «σαράι». Πριν το νοικιάσουμε εμείς ήταν γραφεία του ΚΚΕ. Εκεί που άλλοτε ακούγονταν επαναστατικές διακηρύξεις και αγωνιστικοί χαιρετισμοί, τώρα ακούγονταν τραγούδια, απαγγελίες ποιημάτων, συζητήσεις, και τα βράδια το συγκλονιστικό ροχαλητό του Σταμάτη! Αν δεν το έχεις ακούσει δεν μπορείς να καταλάβεις για τι ροχαλητό μιλάω.

Ένα μεσημέρι, πάω να μπω στο «σαράι» και βλέπω τα στρώματα ξεκοιλιασμένα, όλα τα γυαλικά θρύψαλα στο πάτωμα, παντού χυμένο μέλι πασπαλισμένο με γάλα σκόνη! Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Παίρνω τηλέφωνο τον Σταμάτη, έρχεται, το βλέπει, μένει για λίγο άφωνος, μετά ξαναβρίσκει το χιούμορ του, «μπουρλότο!» γυρίζει και μου λέει με φωνή Σαπφώς Νοταρά. Μαζέψαμε τα λιγοστά μας πράγματα και γυρίσαμε ταπεινωμένοι στα σπίτια μας. Ο Σταμάτης συνέχισε να κάνει πρόβες στο Μουσικό Τμήμα και εγώ ίδρυσα τη Θεατρική Ομάδα Παντείου.

Τω καιρώ εκείνω, μια ρεμπέτικη κομπανία, μια θεατρική παράσταση, ακόμα και μια βραδιά με ποίηση Μαγιακόφσκι, μπορούσε να μαζέψει το διπλάσιο κόσμο από μια πολιτική συζήτηση. Και αφού το ζητούμενο εκείνη την εποχή ήταν η «μαζικότητα», αρχίσαμε να ενημερωνόμαστε για τα πάντα: ακούγαμε όλους τους δίσκους που κυκλοφορούσαν, δανείζαμε βιβλία ο ένας στον άλλον, βλέπαμε όλες τις παραστάσεις του Ηρωδείου (στις γενικές δοκιμές ή σκαρφαλωμένοι ψηλά στα βραχάκια), γνωρίζαμε από κοντά ζωγράφους, ποιητές, σκηνοθέτες. Τα βιβλία και τους δίσκους που δεν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε τα κλέβαμε με έναν απλούστατο τρόπο: μπαίναμε στο βιβλιοπωλείο ή στο δισκάδικο κρατώντας μερικά βιβλία ή δίσκους. Τα ακουμπούσαμε πάνω σε αυτό που θέλαμε να κλέψουμε, χαζεύαμε για λίγο στο διπλανό ράφι και κάποια στιγμή τα παίρναμε μαζί με αυτό που είχαμε βάλει στο μάτι. Το κόλπο σού έδινε τη δυνατότητα, αν σε έπιαναν στα πράσα, να πεις: «Αχ! Συγνώμη, το πήρα κατά λάθος μαζί με τα βιβλία μου ή τους δίσκους μου!».

Όλο αυτό το διάστημα ασχολιόμουν και με τη Θεατρική Ομάδα Παντείου. Σκηνοθέτησα τρία μονόπρακτα, δύο του Γιώργου Σκούρτη και ένα του Μήτσου Ευθυμιάδη. Οι παραστάσεις πήγαν μια χαρά και θα υπήρχε συνέχεια αν, μία βδομάδα μετά, δεν συνέβαιναν τρία σημαδιακά γεγονότα, την ίδια μέρα και τα τρία! Το πρώτο ήταν η διαγραφή μου από το ΠΑΣΟΚ. Στην Πάντειο, ιδεολογικός καθοδηγητής μας ήταν ο Σάκης Καράγιωργας. Τον είχαμε σαν γκουρού. Οι ιδέες του όμως δεν ταίριαζαν στο κόμμα εξουσίας που ετοίμαζε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Έτσι ο Καράγιωργας θεωρήθηκε «διασπαστής» και εμείς που τον ακολουθούσαμε «φράξια». Και ένα φθινοπωρινό πρωινό, στο θέατρο «Πορεία», μετά από μια επεισοδιακή συνεδρίαση, μας διέγραψαν. Ανάμεσά τους ήμουν φυσικά κι εγώ.

Το μεσημέρι με διέγραψαν από τη Θεατρική Ομάδα Παντείου. Τι είχε συμβεί; Μερικά βράδια είχα χρησιμοποιήσει την αίθουσα για ιδιωτικά μαθήματα «αυτοσχεδιασμού». Εντάξει, δεν ήταν σωστό, αλλά τι να έκανα; Νέο παιδί ήμουν, γεμάτο ορμές, δεν είχα ένα δικό μου χώρο. Μαζεύτηκε το Διοικητικό Συμβούλιο και μ’ έκαναν ρεζίλι. Στεκόμουν όρθιος μπροστά τους κι άκουγα, κρατώντας μια σακούλα με γαύρο, που είχε αρχίσει να στάζει. Όταν τελείωσαν τις κατηγορίες ήταν η σειρά μου να απολογηθώ. Το μόνο που βρήκα να πω ήταν: «Μπορώ να φύγω για να μη μου χαλάσει ο γαύρος;». Με διέγραψαν, λοιπόν, κι αυτοί. Όμως το ίδιο βράδυ, που συνάντησα στον «Μαγεμένο Αυλό» τον Μάνο Χατζηδάκι, διέγραψα κι εγώ την Πάντειο για πάντα απ’ τη ζωή μου.

(athensvoice)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου