Δεκάδες ανέκδοτες επιστολές και φωτογραφίες του Οδυσσέα Ελύτη, ένα
αρχειακό υλικό τεράστιας πολιτισμικής αξίας επιστρέφει στην Ελλάδα. Τα
ανέκδοτα ντοκουμέντα δωρίζει ο επίσημος μεταφραστής του Ελύτη στη Γαλλία
Ξαβιέ Μπορντ, στον καθηγητή, αναπληρωτή τομέα Πολιτισμού της Νέας
Δημοκρατίας Δημοσθένη Δαββέτα. Την Δευτέρα, ο κ. Δαββέτας θα παραδώσει
το ανεκτίμητο υλικό στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά στη
διάρκεια εκδήλωσης με θέμα τον Οδυσσέα Ελύτη και το έργο του που
διοργανώνει το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής στο
ξενοδοχείο Κάραβελ, στις 6 το απόγευμα. Τελικός αποδέκτης της μεγάλης
προσφοράς θα είναι η Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, όπου φυλάσσονται οι επιστολές
που ο κ. Μπορντ απέστειλε στον ποιητή.
Τα ανέκδοτα ντοκουμέντα για τον Ελύτη θα εκδοθούν σε βιβλίο το οποίο προλογίζει ο Αντώνης Σαμαράς ως εξής:
Την ίδια μέρα, μεσημέρι ήταν που πέθανε ο Ποιητής, βρέθηκα αμέσως στη Σκουφά. Δίπλα του ήταν μόνο η δική του Ιουλίτα.
Με ειδοποίησαν ότι το ίδιο απόγευμα θα μιλούσαμε για εκείνον στη Βουλή.
Συγκινημένος και ευγνώμων που μου είχε δώσει ο Θεός και η τύχη το προνόμιο να βρεθώ πολύ κοντά του στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, είπα, στην ξεχωριστή αυτή τελετή μνήμης, λίγα λόγια για τον Ποιητή.
Ήταν δύσκολες οι στιγμές. Πώς να περιγράψεις έναν γίγαντα που έκλεισε για πάντα τα γεμάτα Αιγαίο μάτια του; Μάτια που είχαν χαρίσει στον κόσμο ολόκληρο και στον κάθε Έλληνα εκατομμύρια νέες αισθήσεις πολιτισμού, σοφίας, υπερηφάνειας και φιλοπατρίας.
“… Ο Ποιητής σιώπησε. Ο στίχος, όμως, του Οδυσσέα Ελύτη έμεινε πάνω στο μικρό γραφείο του, εκεί που εργάστηκε, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Μας άφησε σε δύσκολες ώρες, ακόμα και την ώρα που το Αιγαίο µας, το δικό του Αιγαίο, αναταράσσεται. Το Αιγαίο που εκείνος µε τη μοναδική του τέχνη, στη συνείδηση όλου του κόσμου, το είχε ήδη βαφτίσει από χρόνια, αυτό που είναι, Ελληνικό.
Γι’ αυτήν την Ελλάδα έγραφε πάντα, που είναι ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα. Γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, µε το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι µιάς εκκλησίας, πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα. Γι’ αυτήν την Ελλάδα, πάντα έγραφε:
«Τιμή στην Ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση, στο μάρμαρο για το ένα κάτι απόλυτο που αντιπροσωπεύει, στο θαλασσινό βράχο για τη μνήμη των πατέρων πάντων».
Η Ελλάδα για τον Ελύτη είναι μια συγκεκριμένα αίσθηση και «θα άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο, γιατί είναι αίσθηση μοναδική που η ανάλυσή της αναπαράγει αυτόματα, σε κάθε στιγμή, την ιστορία της».
Πονούσε ο Ελύτης για την Ελλάδα, σαν να δεχόταν ο ίδιος τα χτυπήματα που δέχεται η Χώρα µας. Τα είχε πάντα µε τους μεγάλους. Γράφει κάπου: «Λαοί νέοι και μικροί σαν το δικό µας, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις οστικές, εξαναγκάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ευθυγραμμιστούν µε τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουν χάσει κάθε ικµάδα και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού».
Στο τελευταίο του βιβλίο, «τον Κήπο µε τις Αυταπάτες», δείχνει τη μεγαλοσύνη της ιστορίας και του Ελληνισμού και µε εκείνο το μοναδικά συμβολικό μήνυμα – «όπου γλώσσα, πατρίς» – ρίχνει τη δική του αυστηρή ματιά στους Ευρωπαίους:
«Στο μακρό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ και την Ερωφίλη, οι απόφοιτοι του Καίμπριτζ, της Εκόλ Νορμάλ και της Σορβόνης, κατάφεραν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περπατήσουν πάνω στα αχνάρια των μύθων που βρήκαν δοσμένους, τις Αντιγόνες και τους Οιδίποδες, τους Ορέστηδες και τις Ηλέκτρες, λησμονώντας, ότι μέσα στο λεξιλόγιο τους, υπάρχουν , συν τις άλλοις και δεκάδες χιλιάδες λέξεις της Ελληνικής. Και το πιο διασκεδαστικό καταντά να είναι ότι μήτε πήγε ποτέ ο νους τους, πως μετά 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός, στην ίδια γη, εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, με την έννοια ότι και ο λιγότερο εγγράμματος, κυρίως αυτός, ο οπωροπώλης και ο αρτοποιός, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό, ουρανό και τη θάλασσα, θάλασσα…»
Τη διαφάνεια και την υπέρβαση στη σκέψη του τη χρωστούσε, όπως έλεγε ο ίδιος, σ’ ένα ειδικό θάρρος που του έδωσε η ποίηση: «να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει»!
Μιλώντας για τα δύο τελευταία έργα του, μου είχε πει: «ξέρεις, τα κείμενά μου πάντα τα άφηνα να σιτέψουν για καιρό, ακόμη και πάνω από 10 χρόνια. Τούτα δω τα δύο, για πρώτη φορά, δεν έχουν καμιά ανάγκη να περιμένουν».
Είχε φτάσει στην τελειότητα; Μα, δεν δέχτηκε ποτέ το τέλειο στον άνθρωπο. Μόνο για το φώς το δέχτηκε και για τη θάλασσα του Τόπου μας.
Μας λέει: «Ποιοι λοιπόν είμαστε, τι ζητάμε; Τι γράφει στο πίσω μέρος της παλάμης της Χώρας μας η τύχη; Το μόνο που γράφεται είναι το πλουσιότατο του ελαχίστου χαραγμένο στα πρυμναία των καραβιών με κεφαλαία ελληνικά. Δηλαδή χώμα και νερό. Ελληνιστί βράχος και θάλασσα. Που να βρουν στέγη οι άνθρωποι ενός τέτοιου χώρου, εάν όχι στην ίδια τους την μοναδικότητα;»
Το έργο του Ποιητή μας συντροφεύει στο επίγειο ταξίδι μας. Τα χρώματά του φωτίζουν το γκρίζο κόσμο μας. Ας αναλογιστούμε όλοι μας τις ευθύνες μας απέναντί του και απέναντι στο Λαό μας. Που όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης τον ανέδειξε ως τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ιδεών, των αισθημάτων και των ονείρων του.
Όσο υπάρχει Ελλάδα, ο Ελύτης θα είναι εδώ. Τα άσπρα χαρτιά θα γεμίζουν στίχους που θα απελευθερώνουν το όραμα και θα γεννούν Πολιτισμό ανθρωποκεντρικό, όπως εκείνον που πάντοτε σμίλεψε ο τόπος μας. Γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος: «δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις τους αιώνες με το μέρος σου»…
Όσο υπάρχει Ελλάδα, η εντολή του για όλους μας θα είναι μία: Να, ανυψώνουμε κόντρα στον άνεμο την ποιότητά μας και να αντιστεκόμαστε στο φθαρμένο.
Όπως θα έλεγε ό ίδιος, «να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στη ψυχή».
Όσοι πιστέψαμε στο όνειρό του, συνεχίζουμε…
«Θάμπωναν τα μάτια μου καταμεσήμερο Ιουλίου από τις άπειρες κοψιές του ηλίου μες τα κύματα. Και αν ο κόσμος μας δεν έγινε καλύτερος, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχθεί και να παραδεχθεί ποιος είναι προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ, θέλω να κατέβω τα σκαλοπάτια, να πέσω μέσα σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά και ύστερα να αναληφθώ σαν άγγελος Κυρίου»…”
Τη Βουλή, εκείνες τις ώρες, την τριγύρισε ένα ανείπωτο φώς.
Είχαμε μιλήσει όλοι με συγκίνηση για τον Ποιητή.
Και εκείνος μας είχε πριν καιρό εξηγήσει το φαινόμενο αυτό στο «Μικρό Ναυτίλο»:
«Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως,
όχι με τη δύναμη…»
antinews
Τα ανέκδοτα ντοκουμέντα για τον Ελύτη θα εκδοθούν σε βιβλίο το οποίο προλογίζει ο Αντώνης Σαμαράς ως εξής:
Την ίδια μέρα, μεσημέρι ήταν που πέθανε ο Ποιητής, βρέθηκα αμέσως στη Σκουφά. Δίπλα του ήταν μόνο η δική του Ιουλίτα.
Με ειδοποίησαν ότι το ίδιο απόγευμα θα μιλούσαμε για εκείνον στη Βουλή.
Συγκινημένος και ευγνώμων που μου είχε δώσει ο Θεός και η τύχη το προνόμιο να βρεθώ πολύ κοντά του στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, είπα, στην ξεχωριστή αυτή τελετή μνήμης, λίγα λόγια για τον Ποιητή.
Ήταν δύσκολες οι στιγμές. Πώς να περιγράψεις έναν γίγαντα που έκλεισε για πάντα τα γεμάτα Αιγαίο μάτια του; Μάτια που είχαν χαρίσει στον κόσμο ολόκληρο και στον κάθε Έλληνα εκατομμύρια νέες αισθήσεις πολιτισμού, σοφίας, υπερηφάνειας και φιλοπατρίας.
“… Ο Ποιητής σιώπησε. Ο στίχος, όμως, του Οδυσσέα Ελύτη έμεινε πάνω στο μικρό γραφείο του, εκεί που εργάστηκε, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Μας άφησε σε δύσκολες ώρες, ακόμα και την ώρα που το Αιγαίο µας, το δικό του Αιγαίο, αναταράσσεται. Το Αιγαίο που εκείνος µε τη μοναδική του τέχνη, στη συνείδηση όλου του κόσμου, το είχε ήδη βαφτίσει από χρόνια, αυτό που είναι, Ελληνικό.
Γι’ αυτήν την Ελλάδα έγραφε πάντα, που είναι ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα. Γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, µε το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι µιάς εκκλησίας, πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα. Γι’ αυτήν την Ελλάδα, πάντα έγραφε:
«Τιμή στην Ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση, στο μάρμαρο για το ένα κάτι απόλυτο που αντιπροσωπεύει, στο θαλασσινό βράχο για τη μνήμη των πατέρων πάντων».
Η Ελλάδα για τον Ελύτη είναι μια συγκεκριμένα αίσθηση και «θα άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο, γιατί είναι αίσθηση μοναδική που η ανάλυσή της αναπαράγει αυτόματα, σε κάθε στιγμή, την ιστορία της».
Πονούσε ο Ελύτης για την Ελλάδα, σαν να δεχόταν ο ίδιος τα χτυπήματα που δέχεται η Χώρα µας. Τα είχε πάντα µε τους μεγάλους. Γράφει κάπου: «Λαοί νέοι και μικροί σαν το δικό µας, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις οστικές, εξαναγκάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ευθυγραμμιστούν µε τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουν χάσει κάθε ικµάδα και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού».
Στο τελευταίο του βιβλίο, «τον Κήπο µε τις Αυταπάτες», δείχνει τη μεγαλοσύνη της ιστορίας και του Ελληνισμού και µε εκείνο το μοναδικά συμβολικό μήνυμα – «όπου γλώσσα, πατρίς» – ρίχνει τη δική του αυστηρή ματιά στους Ευρωπαίους:
«Στο μακρό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ και την Ερωφίλη, οι απόφοιτοι του Καίμπριτζ, της Εκόλ Νορμάλ και της Σορβόνης, κατάφεραν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περπατήσουν πάνω στα αχνάρια των μύθων που βρήκαν δοσμένους, τις Αντιγόνες και τους Οιδίποδες, τους Ορέστηδες και τις Ηλέκτρες, λησμονώντας, ότι μέσα στο λεξιλόγιο τους, υπάρχουν , συν τις άλλοις και δεκάδες χιλιάδες λέξεις της Ελληνικής. Και το πιο διασκεδαστικό καταντά να είναι ότι μήτε πήγε ποτέ ο νους τους, πως μετά 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός, στην ίδια γη, εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, με την έννοια ότι και ο λιγότερο εγγράμματος, κυρίως αυτός, ο οπωροπώλης και ο αρτοποιός, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό, ουρανό και τη θάλασσα, θάλασσα…»
Τη διαφάνεια και την υπέρβαση στη σκέψη του τη χρωστούσε, όπως έλεγε ο ίδιος, σ’ ένα ειδικό θάρρος που του έδωσε η ποίηση: «να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει»!
Μιλώντας για τα δύο τελευταία έργα του, μου είχε πει: «ξέρεις, τα κείμενά μου πάντα τα άφηνα να σιτέψουν για καιρό, ακόμη και πάνω από 10 χρόνια. Τούτα δω τα δύο, για πρώτη φορά, δεν έχουν καμιά ανάγκη να περιμένουν».
Είχε φτάσει στην τελειότητα; Μα, δεν δέχτηκε ποτέ το τέλειο στον άνθρωπο. Μόνο για το φώς το δέχτηκε και για τη θάλασσα του Τόπου μας.
Μας λέει: «Ποιοι λοιπόν είμαστε, τι ζητάμε; Τι γράφει στο πίσω μέρος της παλάμης της Χώρας μας η τύχη; Το μόνο που γράφεται είναι το πλουσιότατο του ελαχίστου χαραγμένο στα πρυμναία των καραβιών με κεφαλαία ελληνικά. Δηλαδή χώμα και νερό. Ελληνιστί βράχος και θάλασσα. Που να βρουν στέγη οι άνθρωποι ενός τέτοιου χώρου, εάν όχι στην ίδια τους την μοναδικότητα;»
Το έργο του Ποιητή μας συντροφεύει στο επίγειο ταξίδι μας. Τα χρώματά του φωτίζουν το γκρίζο κόσμο μας. Ας αναλογιστούμε όλοι μας τις ευθύνες μας απέναντί του και απέναντι στο Λαό μας. Που όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης τον ανέδειξε ως τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ιδεών, των αισθημάτων και των ονείρων του.
Όσο υπάρχει Ελλάδα, ο Ελύτης θα είναι εδώ. Τα άσπρα χαρτιά θα γεμίζουν στίχους που θα απελευθερώνουν το όραμα και θα γεννούν Πολιτισμό ανθρωποκεντρικό, όπως εκείνον που πάντοτε σμίλεψε ο τόπος μας. Γιατί, όπως έλεγε ο ίδιος: «δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις τους αιώνες με το μέρος σου»…
Όσο υπάρχει Ελλάδα, η εντολή του για όλους μας θα είναι μία: Να, ανυψώνουμε κόντρα στον άνεμο την ποιότητά μας και να αντιστεκόμαστε στο φθαρμένο.
Όπως θα έλεγε ό ίδιος, «να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στη ψυχή».
Όσοι πιστέψαμε στο όνειρό του, συνεχίζουμε…
«Θάμπωναν τα μάτια μου καταμεσήμερο Ιουλίου από τις άπειρες κοψιές του ηλίου μες τα κύματα. Και αν ο κόσμος μας δεν έγινε καλύτερος, φταίει ο φόβος του ανθρώπου να κοιταχθεί και να παραδεχθεί ποιος είναι προτού μιλήσει. Εγώ μιλώ, θέλω να κατέβω τα σκαλοπάτια, να πέσω μέσα σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά και ύστερα να αναληφθώ σαν άγγελος Κυρίου»…”
Τη Βουλή, εκείνες τις ώρες, την τριγύρισε ένα ανείπωτο φώς.
Είχαμε μιλήσει όλοι με συγκίνηση για τον Ποιητή.
Και εκείνος μας είχε πριν καιρό εξηγήσει το φαινόμενο αυτό στο «Μικρό Ναυτίλο»:
«Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως,
όχι με τη δύναμη…»
antinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου