Πώς ο επιχειρηματίας Νικόλαος Μεσοσόρος σκεφτόταν τη δολοφονία ενός πρωθυπουργού και ενός υπουργού.
Ο λογιστής του το είπε ξεκάθαρα: «Το κράτος δεν κράτησε τις υποσχέσεις του. Η χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη».
Ο Νίκος έπεσε σαν άδειο σακί στην πολυθρόνα του γραφείου του. Το αίμα του...
και το βλέμμα του πάγωσαν. Το μυαλό του σταμάτησε να λειτουργεί και όταν ξαναπήρε μπρος σκέφτηκε πως κάπως έτσι πρέπει να είναι το εγκεφαλικό.
Χρωστούσε στις τράπεζες, χρωστούσε σχεδόν πέντε μηνιάτικα στους υπαλλήλους του, χρωστούσε σε προμηθευτές, χρωστούσε και κάποια εξήγηση στη γυναίκα του, χρωστούσε και μια ανθρώπινη ποιότητα ζωής στα δύο του παιδιά. Δεν χρωστούσε, όμως, ούτε ένα ευρώ στο κράτος που τον κατέστρεψε. Τι ειρωνεία!
Χρειαζόταν επειγόντως λίγο αλκοόλ και ησυχία. Έφυγε βιαστικά από το γραφείο του χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Περπατούσε σαν υπνωτισμένος στο πεζοδρόμιο της Σκουφά, προσπέρασε το μπαρ που σύχναζε και προχώρησε με βιαστικά βήματα προς τα Εξάρχεια.
- Να βρω ένα άσχετο μπαρ που δεν θα συναντήσω γνωστούς, δεν έχω όρεξη για μπούρου-μπούρου…
Έστριψε δεξιά στην Ασκληπιού και χώθηκε στο πρώτο που του γέμισε το μάτι. Παρήγγειλε μια βότκα σκέτη και άναψε τσιγάρο. Με τρεις γουλιές και πέντε ρουφηξιές τελείωσαν, ταυτόχρονα, ποτό και τσιγάρο. Ζήτησε δεύτερο και άναψε κι άλλο. Το αλκοόλ άρχισε να κάνει τη δουλειά του. Μια ανακουφιστική χαλάρωση άρχισε να διαδίδεται σιγά-σιγά στο σώμα του. Το μυαλό του άρχισε να λειτουργεί πιο φυσιολογικά.
Ακολουθώντας τη σκέψη του, οδηγήθηκε 23 χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε την εταιρία με όρεξη, με ενθουσιασμό, χαρούμενος και τολμηρός. Άφραγκος αλλά δουλευταράς τα κατάφερε μια χαρά. Έφτασε να έχει 34 εργαζόμενους, αγόρασε σπίτι, εξοχικό και ιδιόκτητα γραφεία. Δεν καθυστέρησε ποτέ μισθούς, ΦΠΑ και ΙΚΑ. Άψογος και περήφανος γι’ αυτό. Μέσα σε δώδεκα μήνες τα έχασε όλα και όχι από δικά του λάθη, αλλά από τα λάθη και τη μανία της κυβέρνησης για προκαταβολές φόρου χωρίς επιστροφή, περαιώσεις, έκτακτες εισφορές, αύξηση ΦΠΑ και ποιος ξέρει τι άλλο.
Το χειρότερο; Την ψήφισε αυτήν την κυβέρνηση. Τον πίστεψε το Γιώργο, ακόμη και όταν είπε «λεφτά υπάρχουν». Ένας φίλος του Πασόκος ισχυρίστηκε πως ο Γιώργος δεν είπε ποτέ ψέματα. Λεφτά υπήρχαν στην Ελβετία και ποτέ δεν είπε ο Γιώργος πως θα τα μοιράσει στο πόπολο. Είπε απλά πως υπάρχουν, μια διαπίστωση έκανε, τίποτε παραπάνω.
Αυτά τα ψέματα και η ατελείωτη κοροϊδία τον είχαν εξοργίσει σε τέτοιο βαθμό που ήθελε εκείνη τη στιγμή να δείρει κάποιον, να τα σπάσει όλα, να σκοτώσει. Να σκοτώσει; Μια πρωτοφανής επιθυμία στη ζωή του. Γιατί όχι. Η απελπισία του τον είχε σχεδόν στραγγαλίσει και η ιδέα ενός φόνου λειτουργούσε σα βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Ένα πικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη. Το φλερτ με το θάνατο δημιουργεί σε μερικούς ανθρώπους σκίρτημα ηδονής. Το ήξερε αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί στον ίδιο.
Να σκοτώσει, να δολοφονήσει. Ναι, αλλά ποιον; Σ’ αυτή την ερώτηση δύο φιγούρες σχηματίστηκαν αυτόματα στο εικονοστάσιο του εγκεφάλου του: Του πρωθυπουργού και του υπουργού του. Να γίνει ο δολοφόνος τους!
Στην έβδομη βότκα η σκέψη αυτή του φαινόταν μοναδική λύση και, μάλιστα, η πιο λογική. Θα χρειαστεί ένα όπλο κι ένα σχέδιο. Αύριο το πρωί αναλαμβάνει δράση.
Το πρωί ξύπνησε με ένα κεφάλι καζάνι με διάφορα μεταλλικά αντικείμενα μέσα. Θυμήθηκε τις χθεσινοβραδινές σκέψεις του και γέλασε με τον εαυτό του. Προς στιγμήν. Ρούφηξε τον καφέ παρατηρώντας τη θλίψη στα μάτια της γυναίκας του. Τα παιδιά τον αποχαιρέτησαν με ένα σύντομο, βουβό φιλί και έφυγαν για το σχολείο. Εκείνη τη στιγμή είδε από ψηλά τον εαυτό του μέσα στην κουζίνα να κάθεται ανήμπορος, απελπισμένος και ομολόγησε: ΑΠΕΤΥΧΑ! Η ιδέα της δολοφονίας καρφώθηκε στο μυαλό του, αυτή τη φορά σαν μια υποχρέωση, ως καθήκον.
Πετάχτηκε σχεδόν αυτόματα έξω από το σπίτι παραβλέποντας την αποσβολωμένη γυναίκα του που περίμενε το πεταχτό φιλάκι.
- Να αγοράσω ένα όπλο, ας έχω ένα όπλο και μετά βλέπουμε.
Περπατούσε σχεδόν τρέχοντας προς τη λαϊκή αγορά όπλων και ναρκωτικών της πλατείας Ομονοίας. Στη γωνία Σωκράτους και Βερανζέρου κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε προς ποια κατεύθυνση είναι η αγορά. Ευτυχώς περνούσαν δύο αστυνομικοί και του έδειξαν την οδό Σωκράτους προς Ψυρρή. Τον συμβούλευσαν, μάλιστα.
- Πρόσεχε, αν δε γνωρίζεις τον έμπορο μην πάρεις μεγάλη δόση, γιατί το νοθεύουν το πράμα.
- Α, ευχαριστώ αλλά για όπλα ψάχνω.
- Α, τα όπλα είναι όλα Οκ.
Βρέθηκε στη λαϊκή. Δεκάδες έμποροι του χαμογελούσαν ψεύτικα, προσπαθώντας να μαντέψουν τι θέλει για να του το προσφέρουν. Πλησίασε τον πιο συμπαθητικό, αν μπορεί να κολλήσει ποτέ ένα τέτοιο επίθετο σε έμπορο όπλων και ναρκωτικών.
Του εξήγησε τι ήθελε και για ποια χρήση. Ο έμπορος σοβάρεψε και σώπασε. Του αντιπρότεινε ένα στιλέτο. Ο Νίκος του απάντησε πως απάνω του έχει πάντοτε στη ζώνη του σφιγμένο ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι, και δε χρειαζόταν άλλο. Στη συνέχεια με άπταιστα σπαστά ελληνικά του εξήγησε πως το μόνο που θα καταφέρει με αυτές τις δύο δολοφονίες είναι να τους κάνει ήρωες και ο ίδιος να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.
Επαναφέροντας το ψεύτικο χαμόγελο γύρω από τα κίτρινα δόντια του, πρότεινε στο Νίκο να δει τη ζωή με άλλο μάτι και να πέσει στα ναρκωτικά. Μάλιστα, του έδειξε και μια γκάμα που μόνον αυτός διακινούσε και που ήταν για αρχάριους.
Τον ευχαρίστησε και τράβηξε προς Ψυρρή ακούγοντας το μουρμουρητό του εμπόρου να τον ακολουθεί.
- Ντεν αξίζει σκοτώνει. Ζήσε εσύ, νιώσει όμορφα με σκόνη, έχει σε καλή τιμή.
- Κοίτα να δεις, σκέφτηκε ο Νίκος. Ποιος θα μου το έλεγε πως μια σύντομη συζήτηση με έμπορο ναρκωτικών θα με έβαζε σε σκέψεις.
Μήπως, όμως, είχε δίκιο; Να γίνει ήρωας είναι αυτό που ονειρεύεται ο κάθε πολιτικός. Άσχετα αν οι συγκεκριμένοι θα είναι νεκροί για να το απολαύσουν. Αλλά, αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή θα το απολαύσουν ακόμη και από την κόλαση. Άσε που η μωροφιλοδοξία τους φτάνει σε τέτοιο βαθμό που θα έδιναν και τη ζωή τους για μια δολοφονία τους.
- Ε, όχι λοιπόν! Δε θα τους κάνω τη χάρη. Θα δω τη ζωή αλλιώς, όχι με ναρκωτικά, αλλά δολοφονώντας την ελληνική οικονομία. Ναι, αυτή είναι η λύση. Θα κάνω ό,τι έκαναν όλοι οι άλλοι τόσα χρόνια. Θα κάνω ό,τι δε θέλουν αυτοί να κάνουμε. Θα κλέβω το κράτος όπου και όπως μπορώ. Θα εξαπατώ ανθρώπους, υπαλλήλους, συνεργάτες. Θα κοιτάξω μόνο την πάρτη μου. Αυτό μπορεί και να τους σκοτώσει πιο βασανιστικά, γιατί θα τους χαλάσει τα σχέδια.
Ο Νίκος βρήκε διέξοδο. Περπατούσε σχεδόν χοροπηδώντας. Ήταν σχεδόν χαρούμενος.
Τους επόμενους δώδεκα μήνες ο Νίκος έστησε μία εταιρεία στη Βουλγαρία και μία στην Τουρκία. Δεν πλήρωσε ποτέ προμηθευτές και συνεργάτες στην Ελλάδα. Διεκδικούσαν όλοι τα χρήματά τους δικαστικά, αλλά αυτό καθόλου δεν ανησυχούσε το Νίκο γιατί ήξερε. Κι εκείνος είχε διεκδικήσει δικαστικά χρήματα που του χρωστούσαν, αλλά μια οι απεργίες, μια οι αναβολές, ποτέ δεν είχε πάρει τίποτα. Φυσικά, δεν πλήρωσε ούτε ένα ευρώ στο κράτος. Άρχισε να κερδίζει χρήματα στη Βουλγαρία και στην Τουρκία και να ζει ξανά με αξιοπρέπεια.
Ώσπου ήρθε η καταραμένη εκείνη μέρα που τον σταμάτησε η αστυνομία λίγο μετά τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τους τελευταίους δύο μήνες τον παρακολουθούσαν διαρκώς, μετά από καταγγελίες, επειδή τον έβλεπαν διαρκώς χαμογελαστό.
Του φορέσανε βραχιόλια και τον πετάξανε στην πίστα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Το ρεπορτάζ έλεγε: «Συνελήφθη σήμερα το πρωί ο Νικόλαος Μεσοσόρος διασχίζοντας τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα κι έχοντας στην κατοχή του χαρτοφύλακα με 500 ευρώ. Ο κ. Μεσοσόρος δεν κατάφερε να δικαιολογήσει από πού προέρχεται το ποσό αυτό. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνεχάρη την Ελληνική Αστυνομία για τη σύλληψη του μεγαλύτερου φοροφυγά όλων των εποχών. Μάλιστα ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας τόνισε πως στην αντικοινωνική δράση του Νίκου Μεσοσόρου οφειλόταν η αποτυχία του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου».
Ο Νίκος οδηγήθηκε στο τμήμα και ξεκίνησε η ανάκρισή του. Ανακριτές οι υπουργοί της κυβέρνησης. Πρώτος ο Υπουργός Υγείας κ. Λοβέρδος, τον ρώτησε πώς ήταν στην υγεία του. Απάντησε «περίφημα». Τότε ο κ. Λοβέρδος εξαγριώθηκε.
-Για να είσαι καλά στην υγεία σου αποκλείεται να χρησιμοποιείς το Ε.Σ.Υ. και τα κρατικά νοσοκομεία. Πηγαίνεις σε ιδιωτικές κλινικές. Πού βρίσκεις χρήματα για ιδιωτικές κλινικές; Δεν ξέρεις πως η καλή υγεία είναι τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης;
Η υπουργός Περιβάλλοντος κ. Μπιρμπίλη ήταν πιο καλή μαζί του. Του έκανε παρατήρηση μόνο για το φιατάκι των 1.000 κυβικών που χρησιμοποιούσε και επιβάρυνε το περιβάλλον και του έκανε σύσταση να προτιμάει από εδώ και στο εξής ένα υβριδικό Lexus 3.000 κυβικών όπως οι περισσότεροι βουλευτές.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που βρήκε πως ο Νίκος έτσι όπως καθόταν στην καρέκλα την ώρα της ανάκρισης, έγερνε λίγο προς τα αριστερά, ρώτησε αν έχει καμία σχέση με γερμανικά υποβρύχια ή με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Ο Χάρης Παμπούκης ήταν πολύ άγριος. Προσπαθούσε να αποσπάσει ομολογία θεωρώντας το Νίκο υπεύθυνο για το 36ο ναυάγιο των συζητήσεων με το Σεΐχη του Κατάρ για το «Ελληνικό» και τη στροφή του στο χιονοδρομικό κέντρο του Μπάνσκο στη Βουλγαρία, που τραβάει σχεδόν όλους τους Έλληνες της Βόρειας Ελλάδας για σκι.
Δουλειά μετά έπιασε η υφυπουργός κα. Άννα Νταλάρα. Αυτή ήταν γλυκύτατη και του υποσχέθηκε πως αμέσως μετά το θάνατό του στη φυλακή θα πείσει το σύζυγό της να δώσει μια συναυλία όπου όλα τα έσοδα θα πάνε στη χήρα, στα δύο του ορφανά και στην Κύπρο.
Προτελευταίος, ο υπουργός κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου του μίλησε πολύ φιλικά και ψιθυριστά. Δεν ζήτησε καμία ομολογία παρά μόνο να τον ρωτήσει πώς τα κατάφερε. Του εξομολογήθηκε, μάλιστα, πως σε λίγο δεν θα ήταν υπουργός και ούτε σε καφετέρια δεν θα τον έπαιρναν να δουλέψει. Έψαχνε να βρει καμιά δουλειά στη Βουλγαρία.
Τελευταίος, φυσικά, ο πρωθυπουργός. Ο Γιώργος σχεδόν αγκάλιασε το Νίκο, τον σήκωσε από την καρέκλα του και απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους. Τέλος του ψιθύρισε στ’ αυτί:
- Νίκο, δεν είπα ψέματα. Όταν είπα «λεφτά υπάρχουν» εννοούσα τα δικά σου. Πες μου Νίκο μου, πού τα έχεις κρυμμένα; Δώστα μου να σώσω τη χώρα και την οικογένειά μου και κάτι θα κανονίσω και για σένα.
Ο Νίκος τον κοίταξε με βλέμμα συμπόνιας αλλά και απαξίωσης και του απάντησε:
- Όχι Γιώργο, εγώ πέτυχα αυτό που ήθελα. Δεν θα δίνω ούτε δεκάρα στο κράτος σου και θα τρώω από τα χρήματα του κράτους.
Ο Νίκος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ως δολοφόνος της ελληνικής οικονομίας. Η δίκη κράτησε τρεις μήνες. Τα ΜΜΕ έκαναν πάρτυ. Την ημέρα της καταδίκης του το ημερολόγιο έγραφε 29 Φεβρουαρίου 2012. Τα πρωτοσέλιδα της ημέρας έγραφαν:
«Ισόβια ο υπεύθυνος για την χρεοκοπία της Ελλάδας Νίκος Μεσοσόρος».
«Οριστική παραγραφή των αδικημάτων του Άκη Τσοχατζόπουλου και του Τάσου Μαντέλη».
«Διακανονίστηκαν οι οφειλές του Τόλη Βοσκόπουλου έναντι του ελληνικού δημοσίου, καταβάλλοντας το ποσό των 112 ευρώ και 20 λεπτών».
«Μεγάλο ενδιαφέρον Αλβανών επενδυτών για το Ελληνικό».
«Συστάθηκε εξεταστική επιτροπή της Βουλής χωρίς απολύτως κανένα αντικείμενο διερεύνησης. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εξεταστικής επιτροπής αναμένεται να είναι πανομοιότυπο με όλα τα πορίσματα όλων των προηγούμενων: ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ».
….συνεχίζεται….
* Οποιαδήποτε σύμπτωση με πρόσωπα, ονόματα, καταστάσεις, το είπαμε ήδη, είναι η δεύτερη λέξη αυτής της φράσης.
Περικλής Πηλείδης
Σεναριογράφος φανταστικής πραγματικότητας
aixmi.gr
Ο λογιστής του το είπε ξεκάθαρα: «Το κράτος δεν κράτησε τις υποσχέσεις του. Η χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη».
Ο Νίκος έπεσε σαν άδειο σακί στην πολυθρόνα του γραφείου του. Το αίμα του...
και το βλέμμα του πάγωσαν. Το μυαλό του σταμάτησε να λειτουργεί και όταν ξαναπήρε μπρος σκέφτηκε πως κάπως έτσι πρέπει να είναι το εγκεφαλικό.
Χρωστούσε στις τράπεζες, χρωστούσε σχεδόν πέντε μηνιάτικα στους υπαλλήλους του, χρωστούσε σε προμηθευτές, χρωστούσε και κάποια εξήγηση στη γυναίκα του, χρωστούσε και μια ανθρώπινη ποιότητα ζωής στα δύο του παιδιά. Δεν χρωστούσε, όμως, ούτε ένα ευρώ στο κράτος που τον κατέστρεψε. Τι ειρωνεία!
Χρειαζόταν επειγόντως λίγο αλκοόλ και ησυχία. Έφυγε βιαστικά από το γραφείο του χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Περπατούσε σαν υπνωτισμένος στο πεζοδρόμιο της Σκουφά, προσπέρασε το μπαρ που σύχναζε και προχώρησε με βιαστικά βήματα προς τα Εξάρχεια.
- Να βρω ένα άσχετο μπαρ που δεν θα συναντήσω γνωστούς, δεν έχω όρεξη για μπούρου-μπούρου…
Έστριψε δεξιά στην Ασκληπιού και χώθηκε στο πρώτο που του γέμισε το μάτι. Παρήγγειλε μια βότκα σκέτη και άναψε τσιγάρο. Με τρεις γουλιές και πέντε ρουφηξιές τελείωσαν, ταυτόχρονα, ποτό και τσιγάρο. Ζήτησε δεύτερο και άναψε κι άλλο. Το αλκοόλ άρχισε να κάνει τη δουλειά του. Μια ανακουφιστική χαλάρωση άρχισε να διαδίδεται σιγά-σιγά στο σώμα του. Το μυαλό του άρχισε να λειτουργεί πιο φυσιολογικά.
Ακολουθώντας τη σκέψη του, οδηγήθηκε 23 χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε την εταιρία με όρεξη, με ενθουσιασμό, χαρούμενος και τολμηρός. Άφραγκος αλλά δουλευταράς τα κατάφερε μια χαρά. Έφτασε να έχει 34 εργαζόμενους, αγόρασε σπίτι, εξοχικό και ιδιόκτητα γραφεία. Δεν καθυστέρησε ποτέ μισθούς, ΦΠΑ και ΙΚΑ. Άψογος και περήφανος γι’ αυτό. Μέσα σε δώδεκα μήνες τα έχασε όλα και όχι από δικά του λάθη, αλλά από τα λάθη και τη μανία της κυβέρνησης για προκαταβολές φόρου χωρίς επιστροφή, περαιώσεις, έκτακτες εισφορές, αύξηση ΦΠΑ και ποιος ξέρει τι άλλο.
Το χειρότερο; Την ψήφισε αυτήν την κυβέρνηση. Τον πίστεψε το Γιώργο, ακόμη και όταν είπε «λεφτά υπάρχουν». Ένας φίλος του Πασόκος ισχυρίστηκε πως ο Γιώργος δεν είπε ποτέ ψέματα. Λεφτά υπήρχαν στην Ελβετία και ποτέ δεν είπε ο Γιώργος πως θα τα μοιράσει στο πόπολο. Είπε απλά πως υπάρχουν, μια διαπίστωση έκανε, τίποτε παραπάνω.
Αυτά τα ψέματα και η ατελείωτη κοροϊδία τον είχαν εξοργίσει σε τέτοιο βαθμό που ήθελε εκείνη τη στιγμή να δείρει κάποιον, να τα σπάσει όλα, να σκοτώσει. Να σκοτώσει; Μια πρωτοφανής επιθυμία στη ζωή του. Γιατί όχι. Η απελπισία του τον είχε σχεδόν στραγγαλίσει και η ιδέα ενός φόνου λειτουργούσε σα βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Ένα πικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη. Το φλερτ με το θάνατο δημιουργεί σε μερικούς ανθρώπους σκίρτημα ηδονής. Το ήξερε αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί στον ίδιο.
Να σκοτώσει, να δολοφονήσει. Ναι, αλλά ποιον; Σ’ αυτή την ερώτηση δύο φιγούρες σχηματίστηκαν αυτόματα στο εικονοστάσιο του εγκεφάλου του: Του πρωθυπουργού και του υπουργού του. Να γίνει ο δολοφόνος τους!
Στην έβδομη βότκα η σκέψη αυτή του φαινόταν μοναδική λύση και, μάλιστα, η πιο λογική. Θα χρειαστεί ένα όπλο κι ένα σχέδιο. Αύριο το πρωί αναλαμβάνει δράση.
Το πρωί ξύπνησε με ένα κεφάλι καζάνι με διάφορα μεταλλικά αντικείμενα μέσα. Θυμήθηκε τις χθεσινοβραδινές σκέψεις του και γέλασε με τον εαυτό του. Προς στιγμήν. Ρούφηξε τον καφέ παρατηρώντας τη θλίψη στα μάτια της γυναίκας του. Τα παιδιά τον αποχαιρέτησαν με ένα σύντομο, βουβό φιλί και έφυγαν για το σχολείο. Εκείνη τη στιγμή είδε από ψηλά τον εαυτό του μέσα στην κουζίνα να κάθεται ανήμπορος, απελπισμένος και ομολόγησε: ΑΠΕΤΥΧΑ! Η ιδέα της δολοφονίας καρφώθηκε στο μυαλό του, αυτή τη φορά σαν μια υποχρέωση, ως καθήκον.
Πετάχτηκε σχεδόν αυτόματα έξω από το σπίτι παραβλέποντας την αποσβολωμένη γυναίκα του που περίμενε το πεταχτό φιλάκι.
- Να αγοράσω ένα όπλο, ας έχω ένα όπλο και μετά βλέπουμε.
Περπατούσε σχεδόν τρέχοντας προς τη λαϊκή αγορά όπλων και ναρκωτικών της πλατείας Ομονοίας. Στη γωνία Σωκράτους και Βερανζέρου κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε προς ποια κατεύθυνση είναι η αγορά. Ευτυχώς περνούσαν δύο αστυνομικοί και του έδειξαν την οδό Σωκράτους προς Ψυρρή. Τον συμβούλευσαν, μάλιστα.
- Πρόσεχε, αν δε γνωρίζεις τον έμπορο μην πάρεις μεγάλη δόση, γιατί το νοθεύουν το πράμα.
- Α, ευχαριστώ αλλά για όπλα ψάχνω.
- Α, τα όπλα είναι όλα Οκ.
Βρέθηκε στη λαϊκή. Δεκάδες έμποροι του χαμογελούσαν ψεύτικα, προσπαθώντας να μαντέψουν τι θέλει για να του το προσφέρουν. Πλησίασε τον πιο συμπαθητικό, αν μπορεί να κολλήσει ποτέ ένα τέτοιο επίθετο σε έμπορο όπλων και ναρκωτικών.
Του εξήγησε τι ήθελε και για ποια χρήση. Ο έμπορος σοβάρεψε και σώπασε. Του αντιπρότεινε ένα στιλέτο. Ο Νίκος του απάντησε πως απάνω του έχει πάντοτε στη ζώνη του σφιγμένο ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι, και δε χρειαζόταν άλλο. Στη συνέχεια με άπταιστα σπαστά ελληνικά του εξήγησε πως το μόνο που θα καταφέρει με αυτές τις δύο δολοφονίες είναι να τους κάνει ήρωες και ο ίδιος να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.
Επαναφέροντας το ψεύτικο χαμόγελο γύρω από τα κίτρινα δόντια του, πρότεινε στο Νίκο να δει τη ζωή με άλλο μάτι και να πέσει στα ναρκωτικά. Μάλιστα, του έδειξε και μια γκάμα που μόνον αυτός διακινούσε και που ήταν για αρχάριους.
Τον ευχαρίστησε και τράβηξε προς Ψυρρή ακούγοντας το μουρμουρητό του εμπόρου να τον ακολουθεί.
- Ντεν αξίζει σκοτώνει. Ζήσε εσύ, νιώσει όμορφα με σκόνη, έχει σε καλή τιμή.
- Κοίτα να δεις, σκέφτηκε ο Νίκος. Ποιος θα μου το έλεγε πως μια σύντομη συζήτηση με έμπορο ναρκωτικών θα με έβαζε σε σκέψεις.
Μήπως, όμως, είχε δίκιο; Να γίνει ήρωας είναι αυτό που ονειρεύεται ο κάθε πολιτικός. Άσχετα αν οι συγκεκριμένοι θα είναι νεκροί για να το απολαύσουν. Αλλά, αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή θα το απολαύσουν ακόμη και από την κόλαση. Άσε που η μωροφιλοδοξία τους φτάνει σε τέτοιο βαθμό που θα έδιναν και τη ζωή τους για μια δολοφονία τους.
- Ε, όχι λοιπόν! Δε θα τους κάνω τη χάρη. Θα δω τη ζωή αλλιώς, όχι με ναρκωτικά, αλλά δολοφονώντας την ελληνική οικονομία. Ναι, αυτή είναι η λύση. Θα κάνω ό,τι έκαναν όλοι οι άλλοι τόσα χρόνια. Θα κάνω ό,τι δε θέλουν αυτοί να κάνουμε. Θα κλέβω το κράτος όπου και όπως μπορώ. Θα εξαπατώ ανθρώπους, υπαλλήλους, συνεργάτες. Θα κοιτάξω μόνο την πάρτη μου. Αυτό μπορεί και να τους σκοτώσει πιο βασανιστικά, γιατί θα τους χαλάσει τα σχέδια.
Ο Νίκος βρήκε διέξοδο. Περπατούσε σχεδόν χοροπηδώντας. Ήταν σχεδόν χαρούμενος.
Τους επόμενους δώδεκα μήνες ο Νίκος έστησε μία εταιρεία στη Βουλγαρία και μία στην Τουρκία. Δεν πλήρωσε ποτέ προμηθευτές και συνεργάτες στην Ελλάδα. Διεκδικούσαν όλοι τα χρήματά τους δικαστικά, αλλά αυτό καθόλου δεν ανησυχούσε το Νίκο γιατί ήξερε. Κι εκείνος είχε διεκδικήσει δικαστικά χρήματα που του χρωστούσαν, αλλά μια οι απεργίες, μια οι αναβολές, ποτέ δεν είχε πάρει τίποτα. Φυσικά, δεν πλήρωσε ούτε ένα ευρώ στο κράτος. Άρχισε να κερδίζει χρήματα στη Βουλγαρία και στην Τουρκία και να ζει ξανά με αξιοπρέπεια.
Ώσπου ήρθε η καταραμένη εκείνη μέρα που τον σταμάτησε η αστυνομία λίγο μετά τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Τους τελευταίους δύο μήνες τον παρακολουθούσαν διαρκώς, μετά από καταγγελίες, επειδή τον έβλεπαν διαρκώς χαμογελαστό.
Του φορέσανε βραχιόλια και τον πετάξανε στην πίστα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Το ρεπορτάζ έλεγε: «Συνελήφθη σήμερα το πρωί ο Νικόλαος Μεσοσόρος διασχίζοντας τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα κι έχοντας στην κατοχή του χαρτοφύλακα με 500 ευρώ. Ο κ. Μεσοσόρος δεν κατάφερε να δικαιολογήσει από πού προέρχεται το ποσό αυτό. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνεχάρη την Ελληνική Αστυνομία για τη σύλληψη του μεγαλύτερου φοροφυγά όλων των εποχών. Μάλιστα ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας τόνισε πως στην αντικοινωνική δράση του Νίκου Μεσοσόρου οφειλόταν η αποτυχία του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου».
Ο Νίκος οδηγήθηκε στο τμήμα και ξεκίνησε η ανάκρισή του. Ανακριτές οι υπουργοί της κυβέρνησης. Πρώτος ο Υπουργός Υγείας κ. Λοβέρδος, τον ρώτησε πώς ήταν στην υγεία του. Απάντησε «περίφημα». Τότε ο κ. Λοβέρδος εξαγριώθηκε.
-Για να είσαι καλά στην υγεία σου αποκλείεται να χρησιμοποιείς το Ε.Σ.Υ. και τα κρατικά νοσοκομεία. Πηγαίνεις σε ιδιωτικές κλινικές. Πού βρίσκεις χρήματα για ιδιωτικές κλινικές; Δεν ξέρεις πως η καλή υγεία είναι τεκμήριο πολυτελούς διαβίωσης;
Η υπουργός Περιβάλλοντος κ. Μπιρμπίλη ήταν πιο καλή μαζί του. Του έκανε παρατήρηση μόνο για το φιατάκι των 1.000 κυβικών που χρησιμοποιούσε και επιβάρυνε το περιβάλλον και του έκανε σύσταση να προτιμάει από εδώ και στο εξής ένα υβριδικό Lexus 3.000 κυβικών όπως οι περισσότεροι βουλευτές.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που βρήκε πως ο Νίκος έτσι όπως καθόταν στην καρέκλα την ώρα της ανάκρισης, έγερνε λίγο προς τα αριστερά, ρώτησε αν έχει καμία σχέση με γερμανικά υποβρύχια ή με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Ο Χάρης Παμπούκης ήταν πολύ άγριος. Προσπαθούσε να αποσπάσει ομολογία θεωρώντας το Νίκο υπεύθυνο για το 36ο ναυάγιο των συζητήσεων με το Σεΐχη του Κατάρ για το «Ελληνικό» και τη στροφή του στο χιονοδρομικό κέντρο του Μπάνσκο στη Βουλγαρία, που τραβάει σχεδόν όλους τους Έλληνες της Βόρειας Ελλάδας για σκι.
Δουλειά μετά έπιασε η υφυπουργός κα. Άννα Νταλάρα. Αυτή ήταν γλυκύτατη και του υποσχέθηκε πως αμέσως μετά το θάνατό του στη φυλακή θα πείσει το σύζυγό της να δώσει μια συναυλία όπου όλα τα έσοδα θα πάνε στη χήρα, στα δύο του ορφανά και στην Κύπρο.
Προτελευταίος, ο υπουργός κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου του μίλησε πολύ φιλικά και ψιθυριστά. Δεν ζήτησε καμία ομολογία παρά μόνο να τον ρωτήσει πώς τα κατάφερε. Του εξομολογήθηκε, μάλιστα, πως σε λίγο δεν θα ήταν υπουργός και ούτε σε καφετέρια δεν θα τον έπαιρναν να δουλέψει. Έψαχνε να βρει καμιά δουλειά στη Βουλγαρία.
Τελευταίος, φυσικά, ο πρωθυπουργός. Ο Γιώργος σχεδόν αγκάλιασε το Νίκο, τον σήκωσε από την καρέκλα του και απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους. Τέλος του ψιθύρισε στ’ αυτί:
- Νίκο, δεν είπα ψέματα. Όταν είπα «λεφτά υπάρχουν» εννοούσα τα δικά σου. Πες μου Νίκο μου, πού τα έχεις κρυμμένα; Δώστα μου να σώσω τη χώρα και την οικογένειά μου και κάτι θα κανονίσω και για σένα.
Ο Νίκος τον κοίταξε με βλέμμα συμπόνιας αλλά και απαξίωσης και του απάντησε:
- Όχι Γιώργο, εγώ πέτυχα αυτό που ήθελα. Δεν θα δίνω ούτε δεκάρα στο κράτος σου και θα τρώω από τα χρήματα του κράτους.
Ο Νίκος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ως δολοφόνος της ελληνικής οικονομίας. Η δίκη κράτησε τρεις μήνες. Τα ΜΜΕ έκαναν πάρτυ. Την ημέρα της καταδίκης του το ημερολόγιο έγραφε 29 Φεβρουαρίου 2012. Τα πρωτοσέλιδα της ημέρας έγραφαν:
«Ισόβια ο υπεύθυνος για την χρεοκοπία της Ελλάδας Νίκος Μεσοσόρος».
«Οριστική παραγραφή των αδικημάτων του Άκη Τσοχατζόπουλου και του Τάσου Μαντέλη».
«Διακανονίστηκαν οι οφειλές του Τόλη Βοσκόπουλου έναντι του ελληνικού δημοσίου, καταβάλλοντας το ποσό των 112 ευρώ και 20 λεπτών».
«Μεγάλο ενδιαφέρον Αλβανών επενδυτών για το Ελληνικό».
«Συστάθηκε εξεταστική επιτροπή της Βουλής χωρίς απολύτως κανένα αντικείμενο διερεύνησης. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εξεταστικής επιτροπής αναμένεται να είναι πανομοιότυπο με όλα τα πορίσματα όλων των προηγούμενων: ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ».
….συνεχίζεται….
* Οποιαδήποτε σύμπτωση με πρόσωπα, ονόματα, καταστάσεις, το είπαμε ήδη, είναι η δεύτερη λέξη αυτής της φράσης.
Περικλής Πηλείδης
Σεναριογράφος φανταστικής πραγματικότητας
aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου